Το ιστολόγιο για τους νέους Ελληνες συγγραφείς

Το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου δίνει τη σκυτάλη σε νεότερους συγγραφείς προτείνοντας να αξιοποιήσουν το ιστολόγιο γράφοντας για τις απόψεις και τις ιδέες τους, τις λογοτεχνικές εμμονές, τις προτιμήσεις και τον προβληματισμό τους για τις Τέχνες, τον κόσμο, την εποχή.

Οι ηλεκτρονικές σελίδες του ιστολογίου εξελίσσονται σ’ ένα ανοιχτό σημειωματάριο όπου αποτυπώνεται το περίγραμμα της φυσιογνωμίας ταλαντούχων δημιουργών, πρωτοεμφανιζόμενων και ήδη καταξιωμένων στον χώρο της ποίησης, της πεζογραφίας, του θεατρικού λόγου, του δοκιμίου και της κριτικής.

ΑΙΡΕΤΙΚΟ

Η Αθήνα καιγόταν. Μου άρεσε. Μου άρεσε με τις φωτιές της, με τα δακρυγόνα της, με
τα σπασμένα τζάμια της. Αθήνα, ανοχύρωτη πόλη. Ανάμεσα στους καπνούς, άνθρωποι
προσπαθούσαν να φτάσουν σπίτι τους. Πυρωμένα σίδερα έκαναν σάλτο από ψηλά, και
προσγειώνονταν πλάι στα πρόβατα που κοίταζαν σα χάνοι τη φωτιά. Οι φλόγες
σχεδόν μου έγλειψαν το δεξί μάγουλο, έκαιγε, έκαιγε, έκαιγε… Μα ήταν υπέροχο.

Περπατούσα βιαστικά με ένα χαμόγελο ηδονής στα χείλη μου. Η Rebound με περίμενε. Με περίμενε το Gordon’s
& Sprite στο μπαρ, πάντα με ένα ροζ καλαμάκι που ανυπομονούσε να αγγίξει τα
κόκκινα χείλη μου. Με περίμενε η ξύλινη πίστα, γεμάτη γόπες, ποτισμένη από
αλκοόλ και βρώμα. Ναι, και οι Bauhaus επίσης.

Όταν έφτασα η πίστα ήταν άδεια.
Πήγα κατευθείαν στο μπαρ κι έστριψα τσιγάρο. Πήρα μια γερή ρουφηξιά. Ο καπνός
δημιούργησε μια ελαφριά ομίχλη μπρος μου ενώ την ίδια στιγμή έμπαινε ο Stagger
Lee με το μοναδικό σκοτεινό στυλ του. Έκλεισα τα μάτια και φαντάστηκα τη
Rebound πνιγμένη στο αίμα μετά το μακελειό.

Συνήθεια

Η μεγαλύτερη δύναμη του σύμπαντος

είναι η συνήθεια

Συνηθίζεις τη δουλειά σου

Συνηθίζεις τη γκόμενά σου

Συνηθίζεις το τσιγάρο σου,

την πρωινή εφημερίδα με τον καφέ σου

Συνηθίζεις την τηλεόραση πριν κοιμηθείς

Συνηθίζεις τη βρωμιά,

τη βαρεμάρα της μίζερης ζωής σου

Και μετά πεθαίνεις.

 

Από την ποιητική συλλογή «Ποιήματα για τσακισμένες καρδιές και σαλεμένα μυαλά»

Η γενιά της λακκούβας

Ονειρευόμασταν με μάτια ανοιχτά
Παιδιά να μείνουμε για πάντα
Το κοκό ποτέ να μη μας λείψει

Τα χρώματα της φαντασίας μας ζωντανέψαμε
Με βελόνες πλέκαμε κασκόλ
Να μας προστατεύουν από το χιόνι

Μια παρέα
Ένα πάρκο
Όνειρα
Στα παγκάκια ξεχασμένα

Τα αφήσαμε όλα εκεί
Μαζί με το αίμα μας
Ξεραμένο πάνω στα κλαδιά

Από την ποιητική συλλογή «Ποιήματα για τσακισμένες καρδιές και σαλεμένα μυαλά»

Η πραγματικότητα δεν υπάρχει

Έπαιξα τάβλι με τη μοναξιά. Το πήρε διπλό. Έπαιξα ξανά. Το ξαναπήρε διπλό. Συνέχισα να παίζω, ώσπου οι ήττες μου μεταμορφώθηκαν σε μια τεράστια μαύρη τρύπα που άπληστα καταβρόχθισε το σύμπαν γύρω μου.

Μέσα στο κενό, όπου όλα τα σώματα πέφτουν με την ίδια πάντα ταχύτητα, άρχισα να βουλιάζω στο κρεβάτι μου, μέσα σε ένα στρώμα ποτισμένο με δάκρυα, ιδρώτα, αίμα, σπέρμα και σαπισμένα όνειρα.

Όταν άνοιξα τα μάτια μου είχα μεταφερθεί μέσα σε μια γυάλινη σφαίρα. Δίπλα μου βρισκόταν ένας μισολιωμένος χιονάνθρωπος που είχε στο στόμα του μια πίπα που κάπνιζε μόνη της. Ο καπνός που έβγαινε από μέσα της είχε τη μορφή αέναης σπείρας. Έβαλα μέσα της το χέρι μου κι εκείνη με ρούφηξε.

Με ξέρασε πάνω σε έναν ακάνθινο βλαστό, ο οποίος είχε για άνθος του το ουράνιο τόξο. Οι παλάμες μου, γεμάτες αγκάθια, έτσουζαν φριχτά. Τις απόθεσα πάνω στο ουράνιο τόξο, του οποίου το ζεστό χρωματιστό νερό επούλωσε τις πληγές τους. Ανέβηκα πάνω του κι άρχισα να κολυμπώ ανάμεσα στα χρώματα, μεθυσμένη από τη μυρωδιά τους.

Κι έπειτα βρέθηκα στο παγκάκι ενός σκοτεινού πάρκου, με το βλέμμα κολλημένο στην ίδια μαύρη τρύπα που υψωνόταν απειλητικά μπροστά μου. Την ίδια στιγμή άκουσα μια φωνή πίσω μου να ψιθυρίζει: “ Τζέσικα, η πραγματικότητα δεν υπάρχει.”

Πήρα μια τελευταία ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο μου και ρίχτηκα μέσα της.

ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΩΝΑΞΩ

Θέλω να φωνάξω στον κόσμο
Να σπάσει τις τηλεοράσεις του
Θέλω να φωνάξω στον κόσμο
Να τα παρατήσει όλα και να βγει
Στο δρόμο να φωνάξουμε μαζί
Ν’ αδειάσει τους τραπεζικούς λογαριασμούς
Να σταματήσει να καταναλώνει θάλασσα, αέρα, γη
Θέλω να φωνάξω στον κόσμο
Να ζητήσει πίσω την ελευθερία που πούλησε
Για μια BWM, για μια οθόνη plasma, για ένα i-pod
Για τη μεταμοντέρνα πρέζα του
Μ’ ακούτε;
Είστε όλοι σας πρεζάκηδες των MHz και των φούρνων μικροκυμάτων
Είστε το δημιούργημα των ηλεκτρικών κενώσεων
Μιας κοπρολάγνας εξουσίας
Τροφή για τη μαύρη τρύπα που ονομάζεται πλανήτης Γη
Πουλημένοι!

[Από την ποιητική συλλογή «Ποιήματα για τσακισμένες καρδιές και σαλεμένα μυαλά»]

Ποιητής ή blogger;

Πριν κάμποσο καιρό, έτυχε να πάω σε κάποιον εκδότη με τη δεύτερη ποιητική μου συλλογή προς έκδοση. Αν και ήταν θετικός, παρουσίασε κάποιο δισταγμό. «Γιατί δεν τα ανεβάζεις στο blog σου;» με ρώτησε. «Γιατί θες να το εκδώσεις;» Αρχικά, κάτι τέτοιο ακούγεται μάλλον άσχημα, μα ύστερα από λίγη σκέψη, κατέληξα στην άποψη πως ίσως είχε δίκιο.

                Το να είσαι ποιητής δηλώνει μια στάση απέναντι στη ζωή. Ποιητής δεν είναι ο ναρκισσιστής που έχει ψευδαισθήσεις μεγαλείου, δεν είναι ο οκνηρός άνθρωπος που κάνει συλλογή από το έργο ποιητών περασμένων γενεών, δεν είναι ο ευκατάστατος ιδιοκτήτης ακινήτων που γράφει για να σκοτώνει το χρόνο του. Οι γυναίκες ποιήτριες δεν είναι τεμπέλες νοικοκυρές με πλούσιους συζύγους, δεν είναι ψωνισμένες γεροντοκόρες που μιλούν με την ηλικιωμένη τους μητέρα πέντε φορές τη μέρα γιατί φοβούνται τη ζωή, δεν είναι πελάτισσες των ακριβών κομμωτηρίων και ινστιτούτων ομορφιάς. Το κοινό τους όμως μπορεί να είναι.

Με την κρίση που περνάει το βιβλίο, και με την ποίηση να είναι λογοτεχνικό είδος για ένα πολύ μικρό αναγνωστικό κοινό, ένας ποιητής δεν έχει στον ήλιο μοίρα. Σε ένα ελληνικό εκδοτικό σύστημα, ο ποιητής δεν πληρώνεται για τα βιβλία του από τον εκδότη, απεναντίας πληρώνει ο ίδιος τον εκδότη για να βγει το βιβλίο του στην κυκλοφορία. Στην ουσία πληρώνει ένα όνομα. Ακόμα και στην περίπτωση της δωρεάν έκδοσής του, σπάνια έως ποτέ καταφέρνει να κερδίσει τα ποσοστά που του αναλογούν, ανεξαρτήτως των όρων του συμβολαίου που έχει συνυπογράψει με τον εκδότη.

                Από την άλλη μεριά, εάν κάποιος ποιητής τολμήσει την αυτοέκδοση του έργου του, είναι καταδικασμένος να μην  κάνει ποτέ απόσβεση των χρημάτων που του κόστισαν γι’ αυτήν, καθώς τα βιβλιοπωλεία δεν δέχονται την αγορά τους. Έτσι, θα τα πουλάει σε φίλους και γνωστούς σε συμβολική τιμή, ή θα καταλήξει να τα πουλάει στους θαμώνες των καφετεριών της γειτονιάς του.

                Πλέον το διαδίκτυο έχει παγιωθεί στις ζωές των ανθρώπων. Το κόστος είναι ελάχιστο και το κοινό μεγάλο. Η εποχή που ο κόσμος αγόραζε βιβλία από το συνοικιακό βιβλιοπωλείο έχει πεθάνει. Το φαινόμενο είναι καθολικό. Οι εφημερίδες αναρτώνται δωρεάν, η επικοινωνία γίνεται μέσω chat, η μουσική ακούγεται μέσω υπολογιστή. Με τον ίδιο τρόπο, η ποίηση ζει μέσα από τα blogs. Σε μια εποχή μειωμένης αγοραστικής δύναμης, είναι προτιμότερο να γράφεις σε blog και σε διαδικτυακά περιοδικά, παρά να εκδόσεις ένα βιβλίο που μπορεί να μην το διαβάσει κανείς. Από τη στιγμή που κανένας δε βιοπορίστηκε ποτέ από την ποίηση, τουλάχιστον στην Ελλάδα, υπάρχει η δυνατότητα ανάπτυξης αναγνωστικού κοινού σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό μέσω του διαδικτύου, παρά μέσω πραγματικού βιβλίου.

                Κι έτσι οι ποιητές, εμείς οι περίεργοι και ονειροπόλοι λογοτέχνες, αντέχουμε ακόμα, και οι φωνές μας εξακολουθούν να ακούγονται, παρά τις αντιξοότητες της σύγχρονης καθημερινής σκοτεινιάς. Ακούγονται ολοένα και δυνατότερα, έστω κι αν κατά τη σύμφωνη γνώμη των πολλών είμαστε καταδικασμένοι στην ανυπαρξία. Είμαστε οι αφανείς ήρωες της νέας γενιάς και της κοινωνίας του μέλλοντος.

 

Ενα διαφορετικό παραμύθι

Εκείνη είπε: «Δώσ’ το μου πίσω!»

Εκείνος απάντησε: «Αποκλείεται! Θέλω να ‘χω κάτι από σένα.»

Εκείνη σκέφτηκε για λίγο κι ύστερα του είπε: «Μα έχεις! Τις αναμνήσεις μας.»

Εκείνος όμως διαφώνησε: «Όχι. Δεν είναι αρκετές. Πρέπει να ‘χω κάτι δικό σου. Αν δε μπορώ να έχω εσένα, τίποτα δεν είναι αρκετό για μένα. Το έχω ανάγκη, καταλαβαίνεις;»

Εκείνη έσκυψε το κεφάλι. Με μια απότομη ματιά της κατευθείαν μες στα δικά του τα είπε όλα… «Λυπάμαι. Δε μπορώ να γίνω αυτό που θες. Δε σου ζήτησα να το κρατήσεις. Το έχασα, ναι. Αλλά αυτό δεν σου δίνει το δικαίωμα να το κρατήσεις. Είναι δικό μου. Μην το χρησιμοποιείς για να δημιουργήσεις το παραμύθι σου, Πρίγκιπα.»

Ο Πρίγκιπας λυπήθηκε στα λόγια της αυτά, και με απογοήτευση της απάντησε: «Ποτέ το παραμύθι μου. Το παραμύθι μας, Πριγκίπισσά μου. Στάσου δίπλα μου… Θα έχουμε τον κόσμο δικό μας στην αιωνιότητα…»

Μα η πριγκίπισσα επέμενε: «Δεν υπάρχει το Εμείς που φαντάζεσαι. Το μυαλό σου παίζει παιχνίδια. Το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να τα ξεχάσεις όλα. Μη μου μιλάς για…»

Εκείνος τη διέκοψε: «Είσαι ό, τι πάντοτε ζητούσα απ’ τη ζωή μου. Γιατί θες να φύγεις; Γιατί με πληγώνεις; Έχω πέσει στο πάτωμα κι εσύ με κλωτσάς…. Γιατί…;»

«Για να σε ξυπνήσω. Μα φαίνεται ότι έχεις πια μπερδέψει το όνειρο με την πραγματικότητα και ό, τι κι αν κάνω δεν έχει σημασία. Θα συνεχίσεις να μ’ αγαπάς και να με θεωρείς Πριγκίπισσά σου.»

«Μα αφού είσαι!» της αποκρίθηκε. «Είσαι η Πριγκίπισσά μου!! Απλά σε έχουν μαγέψει  κα το ‘χεις ξεχάσει. Αν σου δώσω το φιλί μου είμαι σίγουρος πως θα τα θυμηθείς πάλι όλα.»

Έκανε μια κίνηση προς τα μπρος επιχειρώντας  να τη φιλήσει, μα εκείνη τραβήχτηκε.

«Κι εσένα ποιός σου είπε ότι θέλω να τα θυμηθώ όλα;»

Ο Πρίγκιπας δεν μπορούσε να πιστέψει στ’ αυτιά του. Ήταν δυνατόν η αγαπημένη του να έχει αλλάξει τόσο; Ήταν δυνατόν να ήταν μια άλλη, μια ξένη; Την κοίταζε καθώς έτρεχε μακριά του, ανήμπορος να φωνάξει καν τ’ όνομά της. Αποφάσισε ν’ αλλάξει το παραμύθι που ζούσε για να μπορέσει να ζήσει με την απουσία της.

Blog στο WordPress.com.