Σκέψεις ατάκτως ερριμμένες
«Δεν θέλουμε τίποτα από ’ναν κόσμο όπου το δικαίωμα να μην πεθάνουμε απ’ την πείνα, ανταλλάσσεται με το ρίσκο να πεθάνουμε από ανία» – Σύνθημα του Μάη του ’68
Στο προηγούμενο άρθρο, έγινε λόγος για τον χρόνο και για τον θυμό, για τη διαχείρισή τους, για τον τρόπο με τον οποίο χάνεται λίγο λίγο ο καιρός, κυλώντας μέσ’ απ’ τα δάχτυλά μας.
Είναι τρομακτικός πια ο τρόπος ζωής μας. Κανείς βέβαια δεν περιμένει να ζήσει τον παράδεισο επί γης, αλλά κανείς επίσης δεν είναι υποχρεωμένος να υφίσταται διαρκώς τη βλακεία των άλλων – ας μην κρυβόμαστε κι ας μην είμαστε καθωσπρέπει ώρες που ’ναι: όταν λέμε «άλλοι» εννοούμε ξεκάθαρα όλα εκείνα, άτομα και γεγονότα, που μας κρατούν πίσω, σ’ έναν βάλτο του έσω εαυτού και του έξω σώματος. Γιατί δεν είμαστε μόνο σώματα που ξημεροβραδιάζονται στη δουλειά ή όπου αλλού, είμαστε και κόσμοι, ο καθένας και η καθεμιά από μας, που έχουν ανάγκες άλλου τύπου: μιαν αγκαλιά, βρε αδερφέ. Τουλάχιστον αυτή δεν μπορείς να την πληρώσεις με πιστωτική κάρτα ούτε καν με «αγκαλοδάνειο»: αυτήν είτε την έχεις είτε όχι.
Αλλά αυτή η αγκαλιά, αυτή η απλούστατη ανθρώπινη επαφή σήμερα μπορεί και να κοστίζει. Μπορεί να χρειάζεται να πάρεις δάνειο χρόνου, ν’ απαιτήσεις λίγη τρυφερότητα απ’ την «τράπεζα» που ’χεις δίπλα σου, αλλά τ’ απαιτούμενα χαρτιά σου να μην τα ’χεις μαζέψει ακόμα. Η γραφειοκρατία της αγκαλιάς, η σκληρή οργάνωση των συναισθημάτων, του ίδιου του έρωτα, σε θέλει παρόντα σε όλα τα γκισέ που θα σου προσφέρουν ληξιαρχικές πράξεις επιβεβαίωσης. Κι αυτό, παρότι αποτελεί ίδιον σταλινοειδών καθεστώτων, ο σύγχρονος καπιταλισμός τείνει να το υιοθετήσει κάνοντάς το βάση και πυρήνα της δικής του οργάνωσης.
Αυτή η ανθρώπινη επαφή που όλοι αναζητούμε με νύχια και με δόντια, με όλη μας την καρδιά, μ’ όση δύναμη της έχει απομείνει, αυτή η ανθρώπινη επαφή λοιπόν απαιτεί και τίθεται εν απαιτήσει. Ποιος είναι έτοιμος σήμερα –στην εποχή που όλα τρέχουν χωρίς σταματημό, στην εποχή που οι καθημερινοί φασισμοί αυξάνονται και πληθύνονται, που ο κόσμος τρέχει δίχως εμάς– να σταθεί όρθιος ενώπιον ενός άλλου ανθρώπου – να βρει, στο κάτω κάτω, έναν άνθρωπο και να τον κοιτάξει κατάματα χωρίς αναστολές. Είναι λίγοι αυτοί που μπορούν και αυτούς μακαρίζω. Τυχαίνει να γνωρίζω μερικούς τέτοιους. Κι είμαι περήφανος γι’ αυτούς.
Γιατί, όπως και να το κάνουμε, μέσα στον περιρρέοντα χαμό τα βλέμματα κι η ανθρώπινη επαφή είναι που επιβιώνει και που αποτελεί την κινητήριο δύναμη του ανθρώπου – είτε μόνου του είτε ως μέλους της κοινωνίας, όποιας κοινωνίας.
Κι εδώ εντάσσω άλλο ένα βασικό μέλημα του σύγχρονου διανοούμενου, του ριζοσπάστη διανοούμενου. Η «ξεχασμένη κοινωνία», όπως αποδόθηκε απ’ τον Αλέξη Τσίπρα, μπορεί να μην έχει ακριβώς τη σημασία που αυτός θέλησε να της δώσει. Η «ξεχασμένη κοινωνία» είναι αυτή που δεν μπορεί να συμβαδίσει με τον χρόνο, έτσι όπως αυτός τρέχει με ταχύτητες φωτός, με σπασμένα φρένα και παρανοϊκά μυαλά. Ο σύγχρονος ριζοσπάστης διανοούμενος πρέπει να φέρει στο φως τον χρόνο και την αξιοποίησή του. Τον ίδιο τον άνθρωπο ως ον χαμένο μέσα σε λεπτά και δευτερόλεπτα που δεν μπορεί να πιάσει – που δεν μπορεί ν’ αγκαλιάσει.
Να δώσει αυτός ο αταξικός, τι να κάνουμε, παράγοντας στην πάλαι ποτέ ολόλαμπρη έννοια του χρόνου και της ανθρώπινης επαφής ξανά το φως τους, να δώσει ό,τι χρειάζεται για να επανέλθουμε στο στάδιο όπου η ανθρώπινη επαφή δεν περιοριζόταν στις ουρές των τραπεζών και στις αδύναμες κουβέντες ένθεν κακείθεν.
Δεν νοσταλγούμε κανένα παρελθόν. Νοσταλγούμε, με ό,τι έχουμε και δεν έχουμε, το μέλλον – που θα κρατήσει τα υπέροχα του παρελθόντος και του παρόντος. Ναι, νοσταλγούμε το μέλλον. Αυτά που είμαστε έτοιμοι να ζήσουμε, αλλά ακόμα δεν έχουμε βρει τον τρόπο να τα κατακτήσουμε. Θα τον βρούμε;
Έχω την αίσθηση πως ναι. Αλλά ποιος θα ’ναι ο ρόλος που θα παίξει ο καθένας και η καθεμιά μας; Σ’ αυτόν τον δύσκολο, έτσι κι αλλιώς, δρόμο ο σημερινός ριζοσπάστης διανοούμενος πρέπει να βάλει το χεράκι του. Να χώσει το χέρι του βαθιά στην τσέπη του εσωεξωτερικού του κόσμου και να βγάλει από ’κεί μέσα τις καλά φιλτραρισμένες γνώσεις του, απ’ την εμπειρία του στη ζωή και την τέχνη. Να θέσει επομένως το όριο όπου σταματά ο ιδρώτας και ξεκινάει το δάκρυ. Αλλά και το όριο όπου αυτά τα δυο ενώνονται και αναδημιουργούν τον κόσμο.
Ας μη λέμε τ’ αυτονόητα. Κι ας πάψουν διάφοροι να πιπιλίζουν την καραμέλα των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Το ύψιστο δημοκρατικό δικαίωμα είναι να μπορείς να χειριστείς τον χρόνο σου, να μπορείς να διαθέσεις το σώμα και την ψυχή σου σ’ όλ’ αυτά που γουστάρεις – ναι, τόσο ωμά, «γουστάρεις», πώς αλλιώς. Έστω όμως ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος προσώρας. Αυτό που πρέπει μάλλον να ’χουμε κατά νου είναι το πώς μας προτείνουν διάφοροι ότι θα ’ναι οργανωμένη η ζωή μας την επόμενη μέρα, σ’ αυτή τη χώρα που όλοι –δικαίως– βρίζουν το δημόσιο, αλλά όλοι θέλουν να ενταχθούν σ’ αυτό. Και πάλι δικαίως. Ο αδηφάγος ιδιωτικός και ο ανασφαλής ελεύθερος τομέας στον κακοφτιαγμένο και αντιαισθητικό καπιταλισμό της Ελλάδας μάς οδηγούν εκεί. Θέλοντας και μη.
Ίσως είναι ώρα να πάψουμε να ’μαστε καθωσπρέπει. Κανείς δεν λέει να γίνουμε ασύδοτα όντα που δεν γνωρίζουν κανένα μέτρο. Ίσως είναι ώρα να καταργήσουμε τον ορισμό πως: «Η ελευθερία σου σταματά εκεί όπου αρχίζει του άλλου». Όχι. Αυτό μας απομονώνει, μας κάνει άτομα και όχι ανθρώπους. Μάλλον είναι ώρα να διεκδικήσουμε την κοινή ελευθερία, την ελευθερία που θα έχει ως όριο τον άνθρωπο. Την ελευθερία που θα χτίσουν οι άνθρωποι μαζί.
Μαζί. Αυτή μπορεί να ’ναι πια η πιο ακριβοθώρητη λέξη πια. Μαζί εδώ. Μαζί αλλού. Μαζί παντού. Μαζί στον έρωτα, στη ζωή, στη φιλία, στη δουλειά, στα ταξίδια, ΠΑΝΤΟΥ. Κι αν κάπου κάπου χάνεται ο προσανατολισμός, ας έχουμε καλά χαραγμένο στο μυαλό μας ότι αυτό το «μαζί» θα επανέλθει. Αν φορές φορές χάνεται αυτή η λέξη απ’ τη ζωή μας, πρέπει να παλέψουμε να την επαναφέρουμε. Αλλά όχι στο «μαζί» των κρετίνων που προφανώς εννοούν «στον αγώνα μαζί και στη μάσα χωριστά». Μαζί. Μια απλή λέξη με τέσσερα γράμματα. Μ-α-ζ-ί.
Δεν έχω ιδέα τι θα φέρουν οι επόμενες μέρες. Αλλά ας ζητήσουμε απ’ τους ίδιους μας τους εαυτούς ν’ αναλογιστούν τι μας έφερε ώς εδώ, τι θέλει να μας πάει κι άλλο πίσω.
Κι ας αφήσουμε τους διανοούμενος να λένε – όταν κάπου μπερδεύονται τα πράγματα. Όπως και να ’χει, η ανθρώπινη επαφή είναι η καθημερινότητά τους. Ας τη φέρουμε όσο πιο κοντά μας μπορούμε.
Ας χωρέσουμε τον χρόνο μας στον χρόνο των άλλων. Ή, αλλιώς, πάλι θα τρέχουμε πίσω απ’ τις εξελίξεις.
Χρόνος, θυμός και ανθρώπινη επαφή. Λίγες λέξεις, μεγάλες προσδοκίες.
θερμά συγχαρητήρια !
΄Ελειπε μια τέτοια σελίδα από το διαδίκτυο και είναι πολύτιμη λογοτεχνική συλλογή και βήμα ανταλλαγής απόψεων μεταξύ σκεπτόμενων ανθρώπων
Παράθεμα: Ας ξυπνήσουμε κάποια στιγμή!!! « Exploring Poetry (The Blog)