ACHERONTIA ATROPOS (1)

Ήταν ο κόσμος όλος μαζεμένος περιμετρικά της λάμπας της μεγάλης στην πλατεία. Κάθονταν σε εκείνα τα παράξενα καφέ μέσα στο μούχρωμα της νύχτας. Τί να σου κάνει το ασθενικό της λάμπας της μεγάλης φως. Μια λάμπα σαν εκείνες τις παλιές στους δρόμους βουλεβάρτων σε πρωτεύουσες αλλοτινών καιρών. Μια λάμπα στο παλιό το στυλ στη θέση εκείνη τοποθετημένη της πλατείας ίσως τριάντα χρόνια και πιο πάνω απ’ αυτά. Με τον λαμπτήρα της να καίει και φωτίζει στο μέσο πολυγωνικού φωτιστικού έμοιαζε σαν το φάρο. Σαν το καντήλι του διαβάτη του παλιού που έκαιγε φυτίλι μες στο λάδι. Υπέφωσκε ασθενικές ακτίνες που σ’ εβένινες εκλάμψεις λάβας παραλλάσσονταν. Απ’ τις σκιές που είχανε φυλακιστεί κι εγκλωβιστεί μέσα στο παλαιό φωτιστικό το φως ξέφευγε αγκαλιά με το σκοτάδι των σκιών αυτών.

Ήταν ετούτες οι φυλακισμένες οι σκιές σώματα ζωντανά μαζί και τα νεκρά εντόμων λεπιδόπτερων. Ήτανε οι σκιές των αρθροπόδων τα κουφάρια π’ αγάπησαν σα ζούσανε το φως αυτής της λάμπας κι ακόμη ανεβαίνανε όλα μαζί (έντομα και σκαθάρια) μέχρι εκεί στο εσωτερικό του γυάλινου πολύγωνου για να πεθάνουν και να γίνουν ξανά σκόνη. Μα τελικά και περισσότερο ακόμη κι απ’ τα χνούδια κι από τους ιστούς των αραχνών που εισέδυσαν εκεί ψηλά στη λάμπα βρίσκανε καταφύγιο εκείνες οι τρομακτικές νυχτόβιες πεταλούδες με τα μεγάλα μάτια και σαγόνια και με τη νεκροκεφαλή σφραγίδα τους στην πλάτη. Οι σφίγγες πεταλούδες με το χαρακτηριστικό για όνομα στην εντομολογία το «Αχερόντια άτροπος». Μαζεύονταν εκεί μέσα στη λάμπα τόσα χρόνια και κουρταλούσανε στη τζαμωτή τους «φυλακή» σαγηνευμένες απ’ το φως μα και το θάνατο. Ένας μικρός μεγάλος κόσμος από σφίγγες ήταν η λάμπα τούτη στη πλατεία. Και το τραγούδι τους βοή που απ’ τα σωθικά τους έβγαινε και σίγουρα –το έλεγες- τα ‘βαφε ερεβώδη. Τέτοια ψιλή κραυγή σπάνια συναντούσες μες στη φύση. Μία κραυγή σαν το ποντίκι όταν κλαίει και σφαδάζει από φάρμακο ανθρώπου. Θρήνος που αντηχούσε μέσα στ’ αδειανό της λάμπας μέρος και υπόκωφα μα αισθητά τον άκουγαν οι άνθρωποι που στην πλατεία κάθονταν ή έμεναν και ζούσαν.

Σχολιάστε

Δημιουργήστε ένα δωρεάν ιστότοπο ή ιστολόγιο στο WordPress.com.