Πιθανότατα περιμένατε κάτι για το Nobel Λογοτεχνίας των ημερών. Όχι. Δεν θα πω τίποτε γι αυτό, μόνο ότι εγώ θα ήθελα τον Philip Roth. Νομίζω ότι είναι σημαντικότατος συγγραφέας κι εκτός των άλλων έχει εξιστορήσει μοναδικά κομμάτια με μοναδικό τρόπο από την πρόσφατη Ιστορία της χώρας του, της Αμερικής.
Πολλά από αυτά που έχω διαβάσει, (όχι του Roth, πάει αυτό, τα πάντα εννοώ), τα έχω βρει σε βιβλιοθήκες. Μου αρέσουν οι βιβλιοθήκες. Όχι τόσο οι σπιτικές, όσο οι τεράστιες. Των Πανεπιστημίων ή οι Κρατικές ή και οι Δημοτικές. Πρόσφατα, στην έρευνα για το “10 ώρες δυτικά”, πήγα στην Εθνική Βιβλιοθήκη και ζήτησα ένα αντίτυπο των “Αρματωμένων” του Λουκή Ακρίτα, αλλά στην αυθεντική έκδοση του 1947. Βεβαίως δεν με άφησαν να το δανειστώ ούτε για πλάκα, αλλά το είχα εκεί, μπροστά μου, σε πολυτονικό, γραμμένο έναν χρόνο μετά το τέλος του ΒΠΠ και τυπωμένο μόλις δύο μετά. Εκπληκτικό ήταν. Λες και άγγιζα τον Πόλεμο. Άνοιξα το laptop κι άρχισα ν’ αντιγράφω μανιωδώς. Το κράτησαν σε μια άκρη γιατί τις επόμενες δύο ημέρες ή ήμουν πάλι εκεί.
Στη Ρώμη θυμάμαι, στην Πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη, το 1991, κατέβαζα τόμους για να βρω μόνο ένα κεφάλαιο. Άπλωνα εκεί μπροστά τούβλα γνώσεων μόνο και μόνο για ένα κεφάλαιο. Μου άρεσε αυτό. Μόνο σαν πράξη. Από μόνο του δηλαδή σαν εικόνα. Στιγμές με χάζευα. Σηκωνόμουν ψηλά και χάζευα όλη την βιβλιοθήκη με τους δεκάδες ταφικά ήσυχους ανθρώπους. Αυτό κι αν μου άρεσε. Η ταφική ησυχία δεκάδων ανθρώπων. Στιγμές νόμιζα πως θ’ ακούσω τα μυαλά τους. Όπως στην ασπρόμαυρη σκηνή της κινηματογραφικής του Βιμ Βέντερς. Όπου δύο άγγελοι κάθονται πάνω στην κουπαστή μιας σκάλας της βιβλιοθήκης του Βερολίνου κι ακούνε τα μυαλά των αναγνωστών.
Εδώ, μέσα στις βιβλιοθήκες, συχνότατα δεν μου αρέσει το μέλλον. Ποιανού; Εμένα; Κι όμως, δεν μου αρέσει η εικόνα του Johnny Mnemonic στο “Matrix”, όπου κάθεται ακίνητος κι ατσαλάκωτος και μισοξαπλωμένος, και συνδεδεμένος από το σβέρκο, καταχωρώντας εκατομμύρια κεφάλαια. Θέλω να τα διαβάζω αυτά που απλώνω μπροστά μου. Να βάζω την φαντασία μου σε λειτουργία. Να μπαίνω στα τόπια των μυθιστορημάτων ή να σφίγγω τα δόντια της σκέψης μου από την προσπάθεια, να καταλάβει έναν φιλοσοφικό στοχασμό ή έναν κοχλία της εξήγησης μιας λειτουργίας. Δεν θέλω να ξυπνήσω έτοιμος γνώστης. Κι αν σκάσουν όλα μαζί στο μυαλό και γίνω Frankenstein της γνώσης; Να ψευδίζω τραυλίζοντας εγκυκλοπαιδικά εδάφια; Τι φρίκη.
Μπορείς να ερωτευτείς μέσα σε βιβλιοθήκες. Απόλυτα. Τέλεια. Αβαρής κι αθόρυβος στα 0db κινητήρας ιόντων. Να σκύψει να σου ψιθυρίσει εκείνη, εκείνη, όχι εσύ, γιατί εσύ είσαι χαζός ολοκληρωτικά, να σκύψει να σου ψιθυρίσει εκείνη, το γιατί ενός αλγόριθμου ή και να σου επεξηγήσει κάποια πράγματα για τα γραφήματα Feynman. Πόσο μάλλον το γιατί στον “Μικρό Πρίγκιπα” κι αν τελικά όντως αυτό που βρήκαν ήταν το αεροπλάνο του Boris Vian.
Έχω μία φίλη, που οικονομικά τα βγάζει πάρα πολύ δύσκολα αυτή την εποχή, αλλά και γενικά. Κι όμως, διαβάζει πολύ περισσότερο από όσο είναι εύκολα νοητό. Στις βιβλιοθήκες που μπορεί. Εθνική, Πανεπιστήμιο, Δημοτική. Έχει τρία pass μου έχει πει. Την θαυμάζω. Ειλικρινά. Κι εδώ ήθελα να καταλήξω. Εξ αρχής._
Νομίζω στο πολύ όμορφο κείμενό σας, ταιριάζει και το ποίημα του Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Ο φύλακας των βιβλίων
«Εδώ είν’ οι κήποι, οι ναοί και η αιτία που υπάρχουν οι ναοί
η μουσική που πρέπει, τα λόγια τα σωστά,
τα εξηντατέσσερα εξάγραμμα,
τελετουργίες – η μοναδική σοφία
που το Στερέωμα παραχωρεί στους ανθρώπους,
η εξουσία εκείνου του αυτοκράτορα
που αντανακλούσε τη γαλήνη του στον κόσμο – τον καθρέπτη του,
έτσι που να καρπίσουν τα χωράφια
και να μην ξεχειλίσουν τα ποτάμια από τις όχθες τους,
ο πληγωμένος μονόκερος, που ξαναγύρισε για να σημάνει το τέλος,
οι μυστικοί αιώνιοι νόμοι,
η αρμονία του κόσμου.
Όλα αυτά ή η ανάμνησή τους, βρίσκονται εδώ
Μες στα βιβλία που φυλάω σ’ αυτόν τον πύργο.
……………………………………………………
Με λένε Χσιάγκ. Φυλάω τα βιβλία,
Που ίσως είναι και τα τελευταία,
Γιατί ούτε για την Αυτοκρατορία ξέρουμε πια τίποτα
Ούτε και για τον Γιό του Ουρανού.
Εδώ είναι, στα ράφια ψηλά,
την ίδια ώρα μακρινά και κοντινά,
κρυφά και φανερά, όπως τα άστρα.
Εδώ είναι οι κήποι, οι ναοί.»