Τα παίγνια της ποίησης

Οι αγαπημένοι μου ποιητές πάντα γράφαν (και) ‘για την πλάκα τους’: όπως είχε πει κάποιος, ‘γράφω διότι θέλω να διαβάσω κάτι που μου αρέσει’.  Η έννοια του παιγνίου, που θα έπρεπε να είναι κυρίαρχη σε μια τέχνη που είναι πρώτα από όλα τεχνική (με την έννοια της μαστοριάς) συγκρατημένης γλωσσικής συγκίνησης, έχει συνθλιβεί, υποτιμημένη, κάτω από εγκεφαλογραφήματα «εννοιακής» ποίησης, που ηγεμονικά νέμονται μεγάλο μέρος της συγχρονικής παραγωγής. Θυμάμαι τη συμβουλή φίλου που διάβασε το βιβλίο μου, Φαγιούμ: «ωραίο, αλλά δεν γέλασα… una risata vi seppellirà»… (το οποίο «ένα γέλιο θα σας θάψει», αν δεν κάνω λάθος, είναι παρμένο από λατινική φράση, που χρησιμοποίησε κι ο Μπακούνιν και, πολύ αργότερα,  το κίνημα του ’77 στην ιταλική Αυτονομία). Σκέπτομαι έκτοτε πως χάνεται ο ποιητής-μαστόρι, που τελειοποιεί πριν ανατρέψει: που ξέρει να σκαρώσει ένα άρτιο σονέττο κι έπειτα, μεθοδικά, να το ξεκοκκαλίσει, παρωδώντας τη φόρμα, ενώπιόν μας.  Μια φετιχοποιημένη μορφική γλωσσική υπέρβαση και ένα «βαθύ» μήνυμα (πώς λέμε το «βαθύ κράτος») ορίζουν μεγάλο μέρος της σύγχρονης ποίησης, παραμερίζοντας την οντολογία της γλωσσικής ανατροπής, της τόλμης. Δεν λέω πως τούτη η τάση παράγει κακή ποίηση – το αντίθετο. Αλλά πόση ‘καλή’ ποίηση μπορεί να ανθέξει η γλώσσα αν οροθέτηση του ποιητικού λόγου είναι η τραγικής υφής σοβαρολογία;

Στην πεζογραφία ο όρος αφηγηματικός ναρκισσισμός μάλλον πλαισιώνει αυτό που εννοώ. Σε «εμάς», μικρότερο μαγαζί αλλά με πιο σπάνια (κι αν μου επιτρέπεται: ακριβά) προϊόντα, πώς εννοιολογείται η έλλειψη χιούμορ ως καταστατική διάσταση της ποίησης; Οι ποιητές που αναπαράγουν/-ουμε την αίσθηση πως τα όρια του ποιητικού σύμπαντος σταματούν πριν τα όρια του αστεϊσμού, (που προκρίνουμε τον homo faber αντί του homo ludens) υποσκάπτουμε το δημοκρατικό εποικοδόμημα της ποίησης: της τέχνης που παίρνει τα πιο λαϊκά, δημώδη  εργαλεία (την γλώσσα και τους ρυθμούς της) και τα πάει παραπέρα.

Δεν θα κάνω λίστα των ιστορικά καλών ποιητών που είχαν χιούμορ διότι είναι απλά η πλειοψηφία. Το σατιρικό σχεδίασμα που έξοχα έχουν δουλέψει και βαρύθυμοι ποιητές σαν τον Σεφέρη, έστω ως ‘πάρεργο’, τέρπει και συναρπάζει.  Το ποίημα, νομίζω, περνά ξυστά από τα στενά του χιούμορ, όπου βρίσκει το θαύμα, την υποβολή, την έλλειψη διδακτισμού, την ειρωνεία, την απόλαυση, όλα όσα χτίζουν το μαγικό παράθυρο της γλώσσας που είναι η ποίηση. Κι όλη αυτή η εισαγωγή για να δικαιολογήσω, ιδού, μια ιλαρότητα δική μου, που δεν θα βρει ποτέ το δρόμο προς κάποιο βιβλίο μου, αφιερωμένη στους απανταχού δικηγόρους, κι όσους εξορίστους του επαγγέλματος, όπως ο ταπεινός σας αφηγητής, που λέει κι ο Burgess. Εξ άλλου, αν στο ιστολόγιο δεν δοκιμάζουμε «άλλου» τύπου εκθέσεις (και να εκτιθέμεθα «αλλιώς»), πώς θα κρίνουμε την τόλμη μας; 
Dura lex, sed lex

(εμπροσθία όψις)

Φτάνεις πριν τον ταχυδρόμο – θέμα συνεπείας.
Μάρμαρα στο προαύλιο˙ της γραμματέως
ασορτί ο αστ. κώδιξ και το ντεκολτέ

με αγωγές, που στην οθόνη φορολογίας
μοιάζουν εξαγγελίες˙ πχ μιας τέως
συζύγου αποζημίωση, και στο cafè

(κρυφά) ο αριθμός της, στο κινητό.
Αλλά κι από αλλού χαμόγελα, για
εξώδικα που σώσανε χωράφια, φρά-

χτες που ως αύριο, -‘για το κοινό καλό’-
μετατοπίζονται˙ άδειες… από πλάγια
ή μετωπικά, ασφάλειες:  κι άλλα μαγικά.

Όσο να γείρεις σε συντάξιμα χαρτιά
έχεις ανδρώσει μια φιλόλογο κι έναν γιατρό
κι από τον Σύλλογο δρέπει τιμές η άγια

Κυρία των γραμμάτων: στην βεγγέρα, το ποτό
ιδρώνει στην παλάμη. «Είπαμε, τα δικηγορικά
άφησέ τα μια στιγμούλα στο γραφείο».

Η μέρα ανάλαφρη- με υπογραφές- περνά
από το εξοχικό στο υποθηκοφυλακείο.
Πίσω στην πόλη, οι τράπεζες στήνουν εκτελεστικό.
  ————————–
(οπισθία όψις)

Φράχτες γύρω στο προαύλιο˙ η οθόνη
απαγγέλλει κρίση στην αγορά του καφέ.
Ένα κείμενο από τον τιμημένο Σύλλογο

μετατοπίζει τις συντάξεις στην αγχόνη.
Φόροι για το εξοχικό˙ την φωτό ενός ντεκολτέ
σού καδράρει η Κυρία για επίλογο.

Στο κινητό: η πρεκάρια κόρη, που τέλειωσε
Φιλολογία, μετά από ένα (στη νιοστή) ποτό,
ιδρώνει ανασφάλιστη στο νοσοκομείο.

Με μια παλάμη το τιμόνι: την έλιωσε
– την βρήκαν σε χωράφια – πλαγιομετωπικό.
Είπαμε: «βασκανία εχθρών στο υποθηκοφυλακείο».

Υπογραφές… Γυρνώντας στο γραφείο: γράμματα.
(Τουλάχιστον, ανδρειωμένη η μικρή, είχε άγιο.
Απόδειξη πως φτάνουν οι καλές αγωγές-

όχι σαν τον γιατρό, που γύρευε άλλα πράματα.
…Τράβηξε αμίλητος κείνο το βράδυ στο μουράγιο.
Η νεκροψία -όλο κώδικες…- έδειξε τραύμα διαμπερές).

Γράμματα, λοιπόν. Ο ΟΤΕ υπεραύξησε το πάγιο.
Η τέως θέλει ηθική αποζημίωση για χτες.
(Κι έξω απ΄τις τράπεζες, στήνονται οδοφράγματα).

One thought on “Τα παίγνια της ποίησης

  1. εμένα πάλι μου φάνηκε δηκτικά σοβαρότατο και τραγικά επίκαιρο-«βγαλμένο μέσα απ’τη ζωή» που λένε και οι λαϊκοί βάρδοι-
    και μάλλον δε φταίει για αυτό το χαμηλό μου επίπεδο.
    Ευχαριστούμε Ρακόπουλε για το χρωματισμό των ημερών και τι να ευχηθούμε, «και εις ανώτερα;» μπα…
    Γραπτά πολλά λοιπόν!
    Και χαρές κάθε είδους

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Blog στο WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: