Τελευταία ανάρτηση για το δεκαπενθήμερο φιλοξενίας μου εδώ. Από την πρώτη μέρα σκεφτόμουν την πιθανότητα ανάρτησης ενός ανέκδοτου ποιήματος. Έχει περάσει ενάμισης χρόνος από την έκδοση του μόνου μου βιβλίου, «Φαγιούμ» κι είναι ακόμη νωρίς για καινούριες τυπώσεις. Όμως, ένα νέο βιβλίο εν προόδω γράφεται εδώ και καιρό, μέσα μου, άτακτα σε χαρτιά και προσεκτικά σε οθόνες, με μορφική ομοιομορφία μεταξύ των κομματιών: ένα βιβλίο σε συνέχεια, σπασμένη σε μικροϊστορίες. Με ένα τέτοιο κομμάτι αποχαιρετώ αυτό το ιστολόγιο – ένα ανέκδοτο ποίημα που αφηγείται μία από αυτές τις ιστορίες – με ανεδαφικές ευχές για ιστορίες πάντα και βορκόλακες ποτέ.
Βορκόλακες
(της ναννάς)
Περιμένουν οι δράκοι να μεστώσεις στα κελλάρια που κρατώ και σε κρατούν τα πιο ακριβά δρύινα βαρέλια. Μπαρίκ θα είναι ο χρόνος, κάθε λεπτό πιο κερδισμένος – μα εγώ σε κατέβασα για βόλτα κι η δροσιά σε μάζεψε κοντά της. Ήθελα να σου δείξω τη σιωπές, τις αποδράσεις των παιδικάτων κι έγινες από τότε, συνέχεια της θερμοκρασίας και στοιχείο. Απο πάνω οι βορκόλακες, που βέβαια δεν ζούν στα σκοτεινά γιατί ποιόν έχουν εκειπέρα να τρομάξουν, αργονυχιάζουν την πόρτα: ακούω τη λήγουσα στο όνομα καθενός τους, χαράζει δικιά της γραμμή. Κάτσε να γίνει πιο τριάντα, που η σοδειά της ήτανε λειψή κι αργεί η παλαίωση λένε, οι αχρείοι, οι φτηνιάρηδες, που καμώνονται πως ξέρουν από τερουάρ. Την βγάζουν βοσκώντας την άλμη, τα ζιζάνια δίπλα στα έλη και τις αλυκές, οι άθλιοι, που να τους μαραθούν οι φολίδες. Η γή τους αφέθηκε απ’την ακαμοσύνη στην εγκατάλειψη, σαν μονογκράντ στην Ουκρανία, όταν φτερούγισε μακρυά ο αρχηγός τους, κι έμεινε η αγριοσύνη τους ακέφαλη –μέχρι και τα πρόβατά τους τρώγαν τό’να τ’άλλο.
Το πρόβλημα είναι πως, η καταπακτή που ανάποδα γύρισε όταν χωθήκαμε να σου δείξω τα βαρέλια, άπειροι τρύγοι πριν, ανοίγει μόνο από έξω: φαντάζομαι στη ρείθρα της κομμένα χέρια κι αίματα, από τις τιμωρίες της δρακόντειας Μονίμου Επιτροπής στους πιο ανυπόμονους. Οι λοιποί μετράνε τα λεπτά τους αντιστρόφως, κι εσύ πραγματικά ομορφαίνεις κάθε τόσο που σεργιανώ την κάβα, μα δεν ξέρω αν είναι από τη νοσταλγία μου του μέλλοντα που όλο πλησιάζεις, όταν θα ζεις εκεί έξω με δράκοντες και με στοιχειά, σε φως από κρυστάλλους Βοημίας.
τόσο όμορφο μέσα στο ζοφερό σκότος του. sublime!