Η εφηβεία του συγγραφέα

Ο παππούς μου θυμάμαι, της μητέρας μου ο πατέρας, έγραφε τους λογαριασμούς του με μολύβι. Σε πλατιά μπλοκ, τεράστια. Ήταν από τους σημαντικότερους εμπόρους χονδρικής χάρτου. (Πριν τον κλέψει ο λογιστής του.) Αλλά τα πάντα και για πάντα με μολύβι. Ούτε καν στυλό.

Ο άλλος παππούς, του πατέρα μου ο πατέρας, έγραφε με μολύβι. Και αυτός. Ποτέ με στυλό. Σιδηρουργός, φανατικός λάτρης του μέλλοντος και των μηχανών, αλλά, τα πάντα και για πάντα, με μολύβι. Έχουμε τις επιστολές του στη γιαγιά μου πριν το 1922. Απίστευτος ρομαντισμός του 19ου.

Ο πατέρας μου, με μολύβι επίσης. Όχι στυλό. Μολύβι. Αλλά τα σενάρια τα έγραφε σε γραφομηχανή Olympia με δύο δάχτυλα. Ένα από κάθε χέρι. Από ένα ηλικιακό σημείο και μετά, δεν θυμάμαι ποιο, κόλλησε με τη γραφομηχανή. Τα πάντα εκεί. Μ’ έστελνε για μελάνια στο τέλος της Ζωοδόχου Πηγής εκεί σε μια κάθετο που δεν θυμάμαι. Από ένα δεύτερο ηλικιακό σημείο και μετά, του έκαναν δώρο μια πένα, και τον έπιασε ένα πράγμα κι άρχισε να κάνει καλλιγραφίες σε πλατιά φύλλα με αφιερώσεις. Μόλις τελείωσε το πρώτο μελάνι τελείωσε κι η πένα. Έτσι, επέστρεψε στο μολύβι. Παράτησε και την γραφομηχανή. Υπαγόρευε σε άλλους που ‘γράφαν σφαίρα, με τυφλό σύστημα βέβαια.

Εκείνος, με μολύβι. Όπως παλιά. Εμένα, εκεί κάπου στο Λύκειο, το πρώτο μου συνειδητό εργαλείο γραφής, ήταν ένα Parker RollerBall. Σελίδες επί σελίδων. Δύο χρόνια μετά το Λύκειο, ήρθε ένας Spectrum ZX 48+. Εκεί τελείωσαν και τα μολύβια, και τα στυλό, κι οι πένες, και όλα. Κάποια χρόνια αργότερα, δεν θυμάμαι πόσα, ήρθε ένας Amstrad PC που του άλλαξα το πληκτρολόγιο και του έβαλα ένα IBM Classic ps/2 κι ένα Wordperfect 5.1. Πώς δυσκολεύει η ανάγνωση, ε; Η αναφορά και μόνο χρειάζεται γνώσεις για ν’ αποκτήσουν τα αναφερόμενα κάποια στοιχειώδη πραγματιστική υπόσταση. Πόσο μάλλον την συναισθηματική που θέλω να δώσω.

Αργότερα, χρόνια αργότερα, είκοσι και βάλε, μετά από δεκάδες πληκτρολόγια κι εφαρμογές επεξεργασίας κειμένου, ήρθε ένα iPad. Μόνο οθόνη. Όλα εκεί πάνω. Με ταφική ησυχία. Γράφω το ίδιο γρήγορα και άνετα στο εικονικό του πληκτρολόγιο όσο και στα άλλα. Εκτός από ένα. Το IBM Classic ps/2. Τόσο θορυβώδες ιδίως όταν γράφεις γρήγορα, όσο ένας Transformer που τρέμει. Αυτό το πληκτρολόγιο είναι εφηβεία μου. Άλλωστε το έχω φυλαγμένο σ’ ένα ντουλάπι. Αν ποτέ επιστρέψω σε αυτό θα επιστρέψω. Και στην ασπρόμαυρή οθόνη του MsDos.

Τα παιδιά μου, σε τι θα επιστρέψουν; Στους πρώτους αναγνώστες σκέψης; “Thought noise! Phrases unreadable! Please reboot and concentrate!”

Σημ. Στο άνω κείμενο συγγραφέας θεωρείται κι αυτός που καταπιάνεται πολύ συχνά και με την λίστα για τα ψώνια.

Library Pass

Πιθανότατα περιμένατε κάτι για το Nobel Λογοτεχνίας των ημερών. Όχι. Δεν θα πω τίποτε γι αυτό, μόνο ότι εγώ θα ήθελα τον Philip Roth. Νομίζω ότι είναι σημαντικότατος συγγραφέας κι εκτός των άλλων έχει εξιστορήσει μοναδικά κομμάτια με μοναδικό τρόπο από την πρόσφατη Ιστορία της χώρας του, της Αμερικής.

Πολλά από αυτά που έχω διαβάσει, (όχι του Roth, πάει αυτό, τα πάντα εννοώ), τα έχω βρει σε βιβλιοθήκες. Μου αρέσουν οι βιβλιοθήκες. Όχι τόσο οι σπιτικές, όσο οι τεράστιες. Των Πανεπιστημίων ή οι Κρατικές ή και οι Δημοτικές. Πρόσφατα, στην έρευνα για το “10 ώρες δυτικά”, πήγα στην Εθνική Βιβλιοθήκη και ζήτησα ένα αντίτυπο των “Αρματωμένων” του Λουκή Ακρίτα, αλλά στην αυθεντική έκδοση του 1947. Βεβαίως δεν με άφησαν να το δανειστώ ούτε για πλάκα, αλλά το είχα εκεί, μπροστά μου, σε πολυτονικό, γραμμένο έναν χρόνο μετά το τέλος του ΒΠΠ και τυπωμένο μόλις δύο μετά. Εκπληκτικό ήταν. Λες και άγγιζα τον Πόλεμο. Άνοιξα το laptop κι άρχισα ν’ αντιγράφω μανιωδώς. Το κράτησαν σε μια άκρη γιατί τις επόμενες δύο ημέρες ή ήμουν πάλι εκεί.

Στη Ρώμη θυμάμαι, στην Πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη, το 1991, κατέβαζα τόμους για να βρω μόνο ένα κεφάλαιο. Άπλωνα εκεί μπροστά τούβλα γνώσεων μόνο και μόνο για ένα κεφάλαιο. Μου άρεσε αυτό. Μόνο σαν πράξη. Από μόνο του δηλαδή σαν εικόνα. Στιγμές με χάζευα. Σηκωνόμουν ψηλά και χάζευα όλη την βιβλιοθήκη με τους δεκάδες ταφικά ήσυχους ανθρώπους. Αυτό κι αν μου άρεσε. Η ταφική ησυχία δεκάδων ανθρώπων. Στιγμές νόμιζα πως θ’ ακούσω τα μυαλά τους. Όπως στην ασπρόμαυρη σκηνή της κινηματογραφικής του Βιμ Βέντερς. Όπου δύο άγγελοι κάθονται πάνω στην κουπαστή μιας σκάλας της βιβλιοθήκης του Βερολίνου κι ακούνε τα μυαλά των αναγνωστών.

Εδώ, μέσα στις βιβλιοθήκες, συχνότατα δεν μου αρέσει το μέλλον. Ποιανού; Εμένα; Κι όμως, δεν μου αρέσει η εικόνα του Johnny Mnemonic στο “Matrix”, όπου κάθεται ακίνητος κι ατσαλάκωτος και μισοξαπλωμένος, και συνδεδεμένος από το σβέρκο, καταχωρώντας εκατομμύρια κεφάλαια. Θέλω να τα διαβάζω αυτά που απλώνω μπροστά μου. Να βάζω την φαντασία μου σε λειτουργία. Να μπαίνω στα τόπια των μυθιστορημάτων ή να σφίγγω τα δόντια της σκέψης μου από την προσπάθεια, να καταλάβει έναν φιλοσοφικό στοχασμό ή έναν κοχλία της εξήγησης μιας λειτουργίας. Δεν θέλω να ξυπνήσω έτοιμος γνώστης. Κι αν σκάσουν όλα μαζί στο μυαλό και γίνω Frankenstein της γνώσης; Να ψευδίζω τραυλίζοντας εγκυκλοπαιδικά εδάφια; Τι φρίκη.

Μπορείς να ερωτευτείς μέσα σε βιβλιοθήκες. Απόλυτα. Τέλεια. Αβαρής κι αθόρυβος στα 0db κινητήρας ιόντων. Να σκύψει να σου ψιθυρίσει εκείνη, εκείνη, όχι εσύ, γιατί εσύ είσαι χαζός ολοκληρωτικά, να σκύψει να σου ψιθυρίσει εκείνη, το γιατί ενός αλγόριθμου ή και να σου επεξηγήσει κάποια πράγματα για τα γραφήματα Feynman. Πόσο μάλλον το γιατί στον “Μικρό Πρίγκιπα” κι αν τελικά όντως αυτό που βρήκαν ήταν το αεροπλάνο του Boris Vian.

Έχω μία φίλη, που οικονομικά τα βγάζει πάρα πολύ δύσκολα αυτή την εποχή, αλλά και γενικά. Κι όμως, διαβάζει πολύ περισσότερο από όσο είναι εύκολα νοητό. Στις βιβλιοθήκες που μπορεί. Εθνική, Πανεπιστήμιο, Δημοτική. Έχει τρία pass μου έχει πει. Την θαυμάζω. Ειλικρινά. Κι εδώ ήθελα να καταλήξω. Εξ αρχής._

READ!

Έχω δέκατα.

Εδώ και κάμποση ώρα. Διαπιστωμένο. Και πονοκέφαλο. Και καταρροή. Οπότε πήρα Depon. Και βέβαια αύριο δεν θα πάω στο γραφείο σ’ αυτή την κατάσταση.

Κι έχω πολλά βιβλία: “Βασιλιάς Ίκελος”, Νίκος Καρακάσης, Εκδόσεις Κέδρος. “Do androids dream about electric sheep?”, Philip K. Dick, Del Ray Books for Kindle. “Brewing fine fiction”, Συλλογικό, Book View Café for Kindle. “Freakonomics”, Steven D. Levitt, Penguin Books for Kindle. Κι είναι κι άλλα. Αύριο, όλη την ημέρα, θα μείνω παρέα με την καταρροή μου και τον μικρό μικρό μου γιο για να μην με αφήνει σε ησυχία, και θα διαβάζω. Όταν κάποια κόκαλα ή μυς αρχίζουν να πονούν αλλάζω θέσεις. Από το κρεβάτι στον καναπέ κι από τον καναπέ σε πολυθρόνα ή και σχεδόν όρθιος στο τραπέζι της κουζίνας.

Τηλεόραση δεν βλέπω. Σχεδόν καθόλου. Αλλά ακούω. Όσα βλέπει η οικογένεια πίσω μου. Το γραφείο μου είναι πλάτη στο σαλόνι. Ή και δεν ακούω γιατί φορώ ακουστικά.

Συχνά βλέπω ταινίες. Ολόκληρες στην δορυφορική. Όχι στα κανάλια γιατί γεμίζει αίματα το γυαλί από τα τόσα κοψίματα για διαφημίσεις οπότε το έχω κόψει το σπορ “ταινίες στα κανάλια”.

Μικρός, στο Δημοτικό δηλαδή, διάβαζα ξαπλωτός στο κρεβάτι μπρούμυτα. Θυμάμαι, υπήρχαν βιβλία, που σηκωνόμουν μόνο όταν ξεκινούσε η ναυτία από το μπρούμυτα. “Τα μυστικά των βάλτων” π.χ. της Πηνελόπης Δέλτα. Ή το “20.000 λεύγες υπό την θάλασσα” του Ιουλίου Βερν.

Δύο πράγματα έκανα στη ζωή μου ως έφηβος. (Όταν δεν ασχολούμουν με ότι ασχολείται ο κάθε έφηβος…) Έβλεπα ταινίες και διάβαζα βιβλία. Τα μπαρ και τα ξενύχτια ήρθαν πολύ αργότερα από την εφηβεία. Αφού έπηξα πια.

Το διάβασμα και η θέαση, αποδείχτηκαν άκρως οικονομικότερα από τα μπαρ και τα ξενύχτια. Εκεί ήθελα να καταλήξω. Εξ αρχής, εκεί ήθελα να καταλήξω. Ούτε οι ταβέρνες μ’ άρεσαν. Οι συναυλίες λίγο. Το θέατρο αρκετά. Ήμουν οικονομικός έφηβος. Αργότερα, εκεί κάπου μετά την εφηβεία, εκεί στα φοιτητικά χρόνια, όταν ήρθε η νύχτα, οι νεράιδες, τα ξωτικά, αυτές με τα βαμμένα πορφυρά νύχια και τα μαύρα μάτια που ίσα που φαίνονται στο ημίφως, κι άλλα ακόμη πιο υγρά και χαώδη, όπως τραίνα που η κατάξανθη απέναντί σου μασούλαγε χαμογελώντας λίγη σοκολάτα, τότε το διάβασμα χάθηκε στο λίγο. Κι όλα έγιναν και πιο ακριβά. 20 μάρκα μόνο για να μπορώ να την κοιτάζω για δύο ώρες; 20 μάρκα είχαν 3 βιβλία τότε. Μπα, δεν το μετανιώνω. Αλλά το διάβασμα, είναι άκρως οικονομικότερο από πάρα πολλά άλλα, ακούστε που σας λέω.

[1]

Παλιά, έγραφα από ανάγκη.

Σχεδόν αυτιστικά. Συχνά, όταν δεν κατάφερνα να πω αυτά που ήθελα τα έγραφα. Και μετά τα έδινα. Σε αυτόν που δεν είχα μπορέσει να τα πω. Ή σε αυτούς. Από ερωτικές εξομολογήσεις μέχρι βρισίδια. Ή και ανάληψη ευθυνών. Ή και ανακοίνωση αποφάσεων.

Υπάρχει ένα διήγημα του Μπορίς Βιαν, δε, που το είχα κάνει Βίβλο μου. Αφηγείται την ιστορία ενός επιβάτη σε ένα τραίνο ο οποίος δεν μιλά. Οι συνταξιδιώτες του, θέλουν να τον κάνουν πάση θυσία να μιλήσει. Να τους μιλήσει καταρχήν. Αλλά εκείνος δεν μιλά. Όχι για κάποιον άλλον λόγο αλλά γιατί το μόνο που θέλει είναι να κοιτά έξω αλλά και επίσης απλά δεν έχει όρεξη να μιλά. Απλά δεν θέλει να μιλά. Τελικά, τον κόβουν σε κομμάτια. Τον σφάζουν ζωντανό. Τον γδέρνουν. Πάρα πολύ μου είχε αρέσει αυτό το διήγημα. «Το ταξίδι στο Χονοστρόφ» είναι ο τίτλος του. Από την συλλογή «Ο έρως είναι τυφλός».

Η τελευταία φράση του διηγήματος, αφού του έχουν κόψει τον ένα γλουτό, είναι «Δεν είμαι και πολύ ομιλητικός, ε;»

Σε αυτό, προσευχόμουν, κάθε βράδυ. Κάθε νύχτα. Και φοβόμουν. Μην έρθει κανείς και με γδάρει. Μην με αναγκάσει με βασανιστήρια να πω τη γνώμη μου. Να διατυπώσω. Να έχω άποψη. Οπτική γωνία. Θέση.

«Στη χώρα της Πολιτικής τον αγνώμων τον εξοστρακίζουν!»

«Ξέρετε…»

«Σκασμός! Δεν έχει ξέρετε! Να σταθείς! Να προτάξεις! Να αντιπαρατεθείς!»

«Όχι… δεν είναι πως δεν…»

«Φοβάσαι!»

«Όχι δεν φοβάμαι… απλά…»

«Φοβάσαι! Δειλέ!»

Κι έτσι, πάντα σώπαινα. Και σωπαίνω.

Συχνά τους κοιτάζω να τρώνε. Διατυπώνοντας. Συχνά τους κοιτάζω να μιλούν, μασουλώντας. Πάντα με άπειρες γνώμες.

Δεν έχω άποψη σχεδόν για τίποτε. Να αφηγηθώ μπορώ. Σχεδόν τα πάντα. Ότι βλέπει η κάμερά μου. Σχεδόν τα πάντα δηλαδή. Ευρυγώνια, με τηλεφακούς, με μικρές φράσεις ή με μεγάλες, με φακούς φυσιολογικής όρασης στο ύψος του ματιού δηλαδή. Σχεδόν ποτέ με χρωματικά ή πολωτικά φίλτρα και άρα σχεδόν ποτέ με τα «σαν» των παρομοιώσεων. Ε το έχω το ντοκιμαντέρ, το είχα από πάντα. Αλλά άποψη δεν έχω. Συγγνώμη. Κέντρα βάρους μπορώ να εντοπίζω είναι η αλήθεια. Όπως και τις χρυσές τομές ή ενός κάδρου ή μιας δραματουργίας, αλλά θέση; Σχεδόν ποτέ…

Οπότε; Τώρα; Να γδυθώ; ‘Η θα με μαστιγώσετε έτσι με το μπλουζάκι;

Δημιουργήστε ένα δωρεάν ιστότοπο ή ιστολόγιο στο WordPress.com.