Ντέιβιντ Γκούντις: ο ποιητής των αποτυχημένων

Τελευταία ανάρτηση με θέμα σπουδαίους συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων που έμειναν έξω από το λογοτεχνικό κανόνα, παρά το ταλέντο τους. Παρέλειψα αρκετούς λόγω έλλειψης χρόνου και χώρου, αλλά δεν θα μπορούσα να ξεχάσω τον Ντέιβιντ Γκούντις. Στην Ελλάδα, ακούσαμε για πρώτη φορά το όνομά του το 1984, όταν προβλήθηκε η ταινία του Ζαν-Ζακ Μπενέξ, Το Φεγγάρι στον Υπόνομο. Εκτός της Γαλλίας όπου τα βιβλία του δεν έπαψαν ποτέ να κυκλοφορούν, οι υπόλοιποι μάλλον τότε τον έμαθαν, αφού στις ΗΠΑ τα μυθιστορήματά του ήταν εξαντλημένα για δύο δεκαετίες.

Ο Γκούντις ακολούθησε τη γνωστή διαδρομή των συγγραφέων της εποχής: σπουδές δημοσιογραφίας, διαφήμιση, περιοδικά pulp fiction, βιβλία, σενάρια για το ραδιόφωνο και το σινεμά. Λέγεται ότι την εποχή των περιοδικών pulp fiction, έγραφε έως 10.000 λέξεις τη μέρα. Είχε μεγαλώσει στη Φιλαδέλφεια, στην οποία επέστρεψε το 1950, μετά από έναν αποτυχημένο γάμο, για να ζήσει με τους ηλικιωμένους γονείς και το σχιζοφρενή αδελφό του. Παρά την επιτυχία των βιβλίων του, είχε ήδη πάρει την κάτω βόλτα και σύχναζε στα καταγώγια της πόλης, όπου γνώρισε τους απόβλητους και κατατρεγμένους που έκανε ήρωες των βιβλίων του.

Ο έγκριτος αμερικανός συγγραφέας και κριτικός Τζέφρι Ο’Μπράιαν, έγραφε για τον Γκούντις: «…είναι ο μυστηριώδης άνδρας της ‘σκληρής’ αστυνομικής μυθοπλασίας… Ήρωες του ήταν οι μέθυσοι, οι αποτυχημένοι πιανίστες που κατέληγαν να παίζουν σε φτηνά στέκια, οι μικροκακοποιοί και ασήμαντοι κλέφτες, και τους περιέγραφε με το δικό του βασανισμένο λυρικό ύφος… Ήταν ένας ποιητής των αποτυχημένων… Αν ο Τζακ Κέρουακ έγραφε αστυνομικά μυθιστορήματα, ίσως να έμοιαζαν κάπως με τα δικά του…» Βασικό χαρακτηριστικό των ηρώων του ήταν ότι προέρχονταν από αξιοπρεπείς οικογένειες, αλλά λόγω μιας κακοτυχίας ή μιας λάθος στροφής στη ζωή τους, ατιμώνονταν και κατέληγαν στο περιθώριο. Όπως και ο ίδιος, άλλωστε.

Το πιο πολύκροτο βιβλίο του είναι το Σκοτεινό Πέρασμα, το οποίο μετέφερε στο σινεμά ο Ντέλμερ Ντέηβις, το 1947. Βασικός ήρωας είναι ο Βίνσεντ Πάρυ, ο οποίος εκτίει ισόβια κάθειρξη στο Σαν Κουέντιν για το φόνο της γυναίκας του. Ο Πάρυ δραπετεύει και βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι της Αϊρίν, μιας κοπέλας που πιστεύει στην αθωότητά του. Στην προσπάθειά του να βρει τον αληθινό ένοχο, ο Πάρυ ζητάει από έναν πλαστικό χειρούργο να του αλλάξει χαρακτηριστικά. Με καινούργιο πρόσωπο πια, συνεχίζει την καταδίωξη, χάνει το μοναδικό του φίλο και η δικαίωση φτάνει με εντελώς αναπάντεχο τρόπο. Είναι όμως πράγματι δικαίωση;

Το βιβλίο κυκλοφόρησε αρχικά σε συνέχειες από την εφημερίδα Saturday Evening Post (1946). Λίγα χρόνια αργότερα, το 1963, άρχισε να προβάλλεται στην αμερικάνικη τηλεόραση το σήριαλ ο Φυγάς, το οποίο είχε την ίδια ακριβώς υπόθεση. Ο Γκούντις κατέφυγε τότε στα δικαστήρια με την υποστήριξη της ένωσης συγγραφέων, αλλά δεν πρόλαβε να δει την απόφαση, η οποία βγήκε μετά το θάνατό του και τον δικαίωνε. Ήταν μια από τις πιο σημαντικές αποφάσεις πάνω στο ζήτημα της πνευματικής ιδιοκτησίας.

Ο Γκούντις χρησιμοποιούσε τη γλώσσα με πρωτοφανή μαεστρία. Μερικά δείγματα της γραφής του: «το άδειο δωμάτιο του ανταπέδωσε το βλέμμα του», «οι ασαφείς σκέψεις του στάθηκαν σ’ ένα μικρό αόρατο ράφι και τον κοίταξαν αφ’ υψηλού», «η ησυχία μπήκε μέσα και κάθισε». Άλλο χαρακτηριστικό των βιβλίων του ήταν ότι στο καθένα δέσποζε μια χρωματική απόχρωση: το πράσινο στη Νυχτερινή Περίπολο, το κίτρινο/πορτοκαλί στο Σκοτεινό Πέρασμα, το καφέ στον Διαρρήκτη.

Στην ομώνυμη ταινία, το ρόλο του Πάρυ έπαιζε ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, και της Αϊρίν η Λωρήν Μπακόλ. Στο 1ο τρίτο της ταινίας, η κάμερα παρακολουθεί τη δράση μέσα από τα μάτια του πρωταγωνιστή, στο 2ο τον βλέπουμε με το αληθινό του πρόσωπο, ενώ στο 3ο μέρος με το πρόσωπο που αποκτά μετά την εγχείριση. (Το τρέιλερ της ταινίας: http://www.youtube.com/watch?v=QfqebB0-RIY&feature=results_video&playnext=1&list=PL09083C24643BA3FA )

Σας χαιρετώ κι εύχομαι να κατάφερα να σας μεταδώσω λίγη από την αγάπη μου για τα αστυνομικά μυθιστορήματα και τις νουάρ ταινίες.

…Και ο Γουίλιαμ Ράιλι Μπερνέτ έπλασε τον συμπαθητικό γκάγκστερ

Ο Γουίλιαμ Ράιλι Μπερνέτ ανήκει στην πρώτη γενιά συγγραφέων που ασχολήθηκαν με το «σκληρό» αστυνομικό μυθιστόρημα. Είναι ο δημιουργός του «γκανγκστερικού» είδους. Οι κριτικοί τον αναγνωρίζουν σαν ένα από τους σημαντικότερους συγγραφείς της εποχής του, παρότι έχει τυποποιηθεί ως εκπρόσωπος του pulp fiction. Ήταν ο πρώτος που έριξε μια διεισδυτική ματιά στον υπόκοσμο και ασχολήθηκε με τις λεπτομέρειες της ζωής των παρανόμων. Ενώ οι άλλοι κλασικοί του είδους εστίαζαν στους εκπροσώπους του νόμου, ιδιωτικούς ντετέκτιβ και αστυνομικούς, ο Μπερνέτ σχεδίασε ένα αληθοφανές πορτρέτο των μικροκακοποιών και των νονών της Μαφίας, πάνω στο οποίο στηρίχτηκε όλη η μεταγενέστερη σχετική φιλολογία.

Ο Μπερνέτ ξεκίνησε μιμούμενος τον ευρωπαϊκό νατουραλισμό, χωρίς επιτυχία. Όταν μετακόμισε στο Σικάγο και έπιασε δουλειά ως νυχτερινός ρεσεψιονίστας σ’ ένα άθλιο ξενοδοχείο, έκανε τη γνωριμία όλων των χαρακτήρων που συναντούμε στα βιβλία του. Επηρεασμένος από τη δράση του Αλ Καπόνε στο Σικάγο, το 1929 έγραψε τον Μικρό Καίσαρα, και δύο χρόνια αργότερα, τον Σημαδεμένο. Και τα δύο βιβλία αγοράστηκαν από το Χόλυγουντ, και ο Μπερνέτ προσλήφθηκε ως σεναριογράφος, πράγμα που του έδωσε την οικονομική ελευθερία να γράφει απερίσπαστος. Ίσως λόγω της αγροτικής του καταγωγής (ήταν γεννημένος στο Οχάιο), ο Μπερνέτ πρόσθεσε στη μυθολογία του νουάρ ένα νέο στοιχείο: τη λαχτάρα των ηρώων του να επιστρέψουν την αθωότητα των μικρών πόλεων και των απέραντων λιβαδιών. Έδωσε έτσι μια άλλη διάσταση στην ψυχολογία των «κακών», που τους έκανε πιο ανθρώπινους και πιο συμπαθείς στο αναγνωστικό κοινό.

Αν και στη μνήμη των περισσότερων έχει ταυτιστεί με τον Μικρό Καίσαρα, το πιο συναρπαστικό βιβλίο του κατά τη γνώμη μου είναι η Ζούγκλα της Ασφάλτου . Κυκλοφόρησε το 1949 και την επόμενη χρονιά μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Τζων Χιούστον. Εδώ διαβάζουμε για πρώτη φορά ένα κλασικό θέμα της αστυνομικής φιλολογίας: τη σχολαστική διοργάνωση μιας μεγάλης κλοπής κοσμημάτων. Τη χρηματοδότηση της ληστείας αναλαμβάνει ένας διεφθαρμένος δικηγόρος, ο οποίος σκοπεύει να καρφώσει τους ημι-επαγγελματίες συνεργάτες τους για να καρπωθεί όλη τη λεία. Η ληστεία στέφεται με επιτυχία, στη συνέχεια όμως όλα πηγαίνουν στραβά. Μόλις τα πράγματα αρχίζουν να δυσκολεύουν, οι ληστές στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου. Η αστυνομία εντοπίζει τα μέλη της συμμορίας, και τότε άλλος αυτοκτονεί, άλλος συλλαμβάνεται κι ο μοναδικός που ξεφεύγει, σοβαρά τραυματισμένος, κάνει μια απελπισμένη προσπάθεια να επιστρέψει στο Κεντάκι, την πατρίδα του. Σαν χαρακτηριστικός ήρωας του Μπερνέτ, πεθαίνει μόνος, καταδικασμένος εξ αρχής από μια ανελέητη μοίρα.

Η Ζούγκλα της Ασφάλτου ήταν ο πρώτος τόμος της Τριλογίας της Πόλης, στην οποία ο συγγραφέας περιγράφει με ρεαλισμό τα τρία στάδια της πλήρους διαφθοράς μιας πόλης. Οι δύο άλλοι τόμοι ήταν το Μικροί Άνθρωποι, Μεγάλος Κόσμος και ο Δρόμος της Ματαιοδοξίας. Στην τριλογία αυτή, ο Μπερνέτ τελειοποίησε το ύφος του: κοφτοί διάλογοι, γλώσσα του δρόμου, αργκό των κακοποιών. Το ιδιαίτερο ταλέντο του στους διαλόγους φαίνεται και στο σενάριο της θρυλικής ταινίας Η Μεγάλη Απόδραση (1963).

Αναφερόμενος στη μεταφορά του βιβλίου στο σινεμά, ο κριτικός των New York Times έγραφε: «…το μόνο που μπορώ να της προσάψω είναι ότι σε κάνει να ταυτίζεσαι με τους εκπροσώπους του υποκόσμου». Στην ταινία έπαιζαν πολλοί εξαιρετικοί ηθοποιοί, ξεχασμένοι σήμερα, όπως ο Στέρλινγκ Χέιντεν, ενώ έκανε μια μικρή αλλά εντυπωσιακή εμφάνιση η Μέριλιν Μονρόε.

(Το τρέιλερ της ταινίας: http://www.youtube.com/watch?v=fK5VDeay_kw )

(Υ.Γ. Όλα τα βιβλία στα οποία έχω αναφερθεί ως τώρα, έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά εκτός από το Σ’ Έναν Έρημο Τόπο, της Ντόροθι Μπ. Χιουζ)

Οι κυρίες γράφουν νουάρ: Ντόροθι Χιουζ

Έγραφα στην προηγούμενη ανάρτηση, ότι ο κόσμος του νουάρ ήταν εκ πρώτης όψεως ανδροκρατούμενος. Στις αγγλοσαξονικές χώρες, όμως, όπου το αστυνομικό μυθιστόρημα θεωρείται σοβαρό λογοτεχνικό είδος εδώ και πολλές δεκαετίες, οι μελετητές ανακαλύπτουν όλο και περισσότερα ξεχασμένα ονόματα, ανάμεσα στα οποία και αρκετά γυναικεία. Και αναγνωρίζουν ότι τα μυθιστορήματα μερικών εξ αυτών μπορούν να σταθούν αντάξια δίπλα στα μεγαλύτερα ανδρικά ονόματα της εποχής: τον Τσάντλερ, τον Χάμετ, τον Τζέημς Κέιν. Απόδειξη νούμερο δύο: η Ντόροθι Μπ. Χιουζ.

Η Ντόροθι Χιουζ η οποία είχε σπουδάσει δημοσιογραφία, ασχολήθηκε με το γράψιμο καθαρόαιμων «σκληρών» αστυνομικών επί 23 χρόνια. Όταν σταμάτησε τη συγγραφή για οικογενειακούς λόγους, συνέχισε να γράφει για τα αστυνομικά μυθιστορήματα ως βιβλιοκριτικός, ενώ πολύ αργότερα, έγραψε την πιο αξιόπιστη κριτική βιογραφία του Ερλ Στάνλεϊ Γκάρνερ. Η ίδια δήλωνε επηρεασμένη από τον Έρικ Άμπλερ, τον Γκρέαμ Γκρην και τον Φόκνερ, κάτι που φαίνεται στην ψυχολογική ανάλυση των χαρακτήρων της. Τα αγαπημένα της θέματα ήταν ο μοναχικός άνθρωπος μέσα στο εχθρικό περιβάλλον των μεγαλουπόλεων, το φυλετικό μίσος, ο αθώος που βρίσκεται πιασμένος στα δίχτυα μιας ακατανόητης ίντριγκας.

Επιμένοντας στο ζήτημα της ψυχολογικής ανάλυσης των χαρακτήρων της, συνειδητοποιούμε με δέος ότι προηγείται μια πενταετία τουλάχιστον των ονομαζόμενων Δεξιοτεχνών του Ψυχολογικού Σασπένς, όπως ήταν η Πατρίσια Χάισμιθ και ο Τζιμ Τόμσον. Οι κριτικοί πιστεύουν ότι έχει επηρεάσει όλη τη μεταγενέστερη γενιά γυναικών συγγραφέων, όπως η Ρουθ Ρέντελ και η Μινέτ Γουόλτερς. Κορυφαίο μυθιστόρημά της είναι το Σ’ έναν Έρημο Τόπο, το οποίο έκανε ταινία ο Νίκολας Ραίη με τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ στο βασικό ρόλο.

Η υπόθεση εκτυλίσσεται στο Λος Άντζελες, όπου επικρατεί τρόμος λόγω ενός κατά συρροή δολοφόνου ο οποίος σκοτώνει νεαρές κοπέλες. Ο Ντιξ Στηλ, βετεράνος του πολέμου, εγκαθίσταται στο σπίτι ενός παλιού φίλου που λείπει στο εξωτερικό, με σκοπό να γράψει ένα μυθιστόρημα. Γνωρίζεται με τους γείτονες, συνδέεται με μια ηθοποιό και η ζωή του φαίνεται να πηγαίνει πρίμα. Γιατί όμως το γράψιμό του δεν προχωράει; Και γιατί οι φιλικοί γείτονες και η κοπέλα του αρχίζουν να αποτραβιούνται και του φέρονται ψυχρά έως εχθρικά; Γιατί υποψιάζονται ότι αυτός είναι ο κατά συρροή δολοφόνος; Στο βιβλίο, οι ρωγμές της υπόθεσης εμφανίζονται από την αρχή, αμυδρά, σταδιακά, χτίζοντας το σασπένς με όλο πιο συναρπαστικό τρόπο. Από την άποψη αυτή, η ταινία υστερεί αφού το Χόλυγουντ προσπαθούσε πάντοτε να λειάνει κάθε τραχύ στοιχείο των βιβλίων που γίνονταν σενάρια.

Η Ντόροθι Χιουζ έχτισε με μαεστρία το ψυχοπαθολογικό προφίλ του κατά συρροή δολοφόνου που συναντούμε τόσο συχνά την τελευταία εικοσαετία στα αστυνομικά μυθιστορήματα. Και είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που ανέτρεψε τα στερεότυπα των γυναικείων χαρακτήρων, οι οποίες στα 2/3 του βιβλίου είναι άχρωμες και ασήμαντες – αφού έτσι επιλέγει ο ήρωας να τις δει, στο τελευταίο 1/3 όμως αποδεικνύονται έξυπνες και διορατικές, σκληρές και αποφασιστικές. Μερικές φράσεις του βιβλίου αποτελούν την επιτομή της γραφής νουάρ. Λέει ο ήρωας: «Γεννήθηκα όταν με φίλησες. Πέθανα όταν μ’ άφησες. Έζησα τις λίγες βδομάδες που μ’ αγάπησες».

Η ταινία ανατρέπει την πλοκή εντελώς, παρουσιάζοντας τον Ντιξ Στηλ-Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ σαν έναν άνθρωπο κατατρεγμένο από τη μοίρα του, αποτυχημένο αλκοολικό, παγιδευμένο «σ’ έναν έρημο τόπο» (Στ. Βαλούκος, Το Φιλμ Νουάρ). Παρότι ελάχιστη σχέση έχει με το βιβλίο, είναι από τις καλύτερες ταινίες του Νίκολας Ραίη, και ο Μπόγκαρτ δίνει αληθινό ρεσιτάλ υποκριτικής.

(Το τρέιλερ της ταινίας:  http://www.youtube.com/watch?v=CcMPHyOWjG4 )

Οι κυρίες γράφουν νουάρ: Βέρα Κάσπαρι

Ο κόσμος του κλασικού αστυνομικού μυθιστορήματος ήταν ανδροκρατούμενος και ανδροκρατικός: οι γυναίκες σ’ αυτόν έπαιζαν το ρόλο της μοιραίας κι επικίνδυνης βαμπ, του αθώου θύματος ή της σοβαρής διοπτροφόρου δακτυλογράφου-βοηθού του σκληρού ντετέκτιβ. Εντούτοις, όπως συμβαίνει πάντοτε με τις γενικεύσεις, η αλήθεια είναι πιο σύνθετη. Μπορεί σήμερα να φανταζόμαστε τους συγγραφείς του είδους ως μια παρέα από βασανισμένους  ψυχολογικά, αλκοολικούς άνδρες, τα γεγονότα όμως διαψεύδουν αυτή την εικόνα. Απόδειξη νούμερο ένα: η Βέρα Κάσπαρι.

Η Βέρα Κάσπαρι, μια ταλαντούχα εβραιοπούλα από το Σικάγο, ξεκίνησε από τη διαφήμιση, για να ασχοληθεί αποκλειστικά με το γράψιμο από τα μέσα της δεκαετίας του ’30. Η ίδια δεν δεχόταν τον τίτλο της συγγραφέως «αστυνομικών, νουάρ ή μυστηρίου»,  τα έργα της όμως την διαψεύδουν. Για παράδειγμα, η Λώρα, το πιο γνωστό μυθιστόρημά της, το οποίο μετέφερε αριστοτεχνικά στο σινεμά ο Ότο Πρέμινγκερ, με την Τζην Τίρνεϊ στον ομώνυμο ρόλο. Η Λώρα, (αρχικός τίτλος, Καλέστε Πάλι τη Λώρα ), δημοσιεύτηκε αρχικά σε επτά συνέχειες στο σοβαρό περιοδικό Κόλιερς, το φθινόπωρο του 1942. Την επόμενη χρονιά, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Houghton Mifflin, και η εμπορική επιτυχία του έκανε την 20th Century Fox να σπεύσει να αγοράσει τα κινηματογραφικά δικαιώματα.

Στη Λώρα, η οποία κυκλοφόρησε ξανά στις αρχές της νέας χιλιετίας ως «χαμένο κλασικό αριστούργημα», η πλοκή συντίθεται από τις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις τριών ανδρών. Όλες οι περιγραφές συγκλίνουν σ’ ένα περιστατικό: τη δολοφονία της Λώρας, μιας όμορφης κι επιτυχημένης διαφημίστριας, στην είσοδο του σπιτιού της. Ο δολοφόνος την έχει πυροβολήσει με καραμπίνα στο πρόσωπο, το οποίο έχει καταστραφεί εντελώς. Ο αστυνομικός που αναλαμβάνει την υπόθεση, ανακρίνει τους δύο πιο κοντινούς της ανθρώπους: τον αρραβωνιαστικό της και τον πρώην εραστή της. Σταδιακά, ο πεζός και σκληροτράχηλος αστυνομικός νιώθει να ερωτεύεται την εικόνα της νεκρής Λώρας, ώσπου, εντελώς ξαφνικά, η Λώρα εμφανίζεται ζωντανή. Τότε πια, από θύμα γίνεται ύποπτη για φόνο. Πού βρίσκεται η αλήθεια πίσω απ’ όλες αυτές τις αντιφατικές αφηγήσεις;

Οι ηρωίδες της Κάσπαρι, ξεφεύγοντας εντελώς από τα στερεότυπα της εποχής, είχαν σύνθετη ψυχολογικά προσωπικότητα, και η συγγραφέας αναζητούσε κυρίως τα ψυχολογικά και κοινωνικά αίτια που ωθούν τους δολοφόνους στο έγκλημα. Η επιμονή της στα κοινωνικά αίτια είχε σχέση με την πολιτική της στράτευση: η Κάσπαρι ήταν για κάποιο διάστημα μέλος του αμερικανικού κομουνιστικού κόμματος, όπως η πλειοψηφία των αμερικανών διανοουμένων τις παραμονές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και βρέθηκε στη «γκρίζα λίστα» την εποχή του Μακαρθισμού. Και οι ιστορικοί του φεμινισμού αναγνωρίζουν στην Κάσπαρι μια συγγραφέα πρωτοπόρα για την εποχή της: οι ηρωίδες της ήταν εργαζόμενες γυναίκες με οικονομική ανεξαρτησία κι έντονη προσωπικότητα.

Τα πιο γνωστά βιβλία της Κάσπαρι που έγιναν κινηματογραφικές ταινίες είναι, εκτός της Λώρας, η Μπεντέλια και η Μπλε Γαρδένια. Ο Στάθης Βαλούκος, στο βιβλίο του Το Φιλμ Νουάρ, γράφει για τη Λώρα: «Ένα φιλμ νουάρ πάνω στο μοτίβο των κατοπτρικών ειδώλων, που παρουσιάζει έναν κόσμο όπου ο καθένας έχει κάτι να φοβηθεί, και είναι μπλεγμένος σε κάτι. Μοχλός της μυθοπλασίας είναι ο πόθος…. Πολυσήμαντη στις φροϋδικές σηματοδοτήσεις της, η ταινία είναι υποδειγματική στο είδος της…»

(Το τρέιλερ της ταινίας:  http://www.youtube.com/watch?v=u6f8jRplej8 )

Τα πολλά πρόσωπα του Κορνέλ Γούλριτς

«Πρώτα ονειρεύεσαι, μετά πεθαίνεις» (Κ.Γ.)

Ο Κορνέλ Γούλριτς θα μπορούσε να είναι «ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς». Βασιλιάς του νουάρ, βασιλιάς του Χόλυγουντ, βασιλιάς της δικής του ζωής. Μ’ ένα ταλέντο που λίγο υπολειπόταν των Τσάντλερ & Χάμετ, έγραψε τα διπλάσια βιβλία από τους άλλους δύο μαζί, και κατέχει τον τίτλο του συγγραφέα που τα περισσότερα βιβλία του έγιναν επιτυχημένες ταινίες νουάρ και θρίλερ.

Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως προστατευόμενος του Σκοτ Φιτζέραλντ, θέλοντας να γίνεις ένας νέος Φιτζέραλντ. Ωστόσο, στα τέλη της δεκαετίας του ’20, τον ανακάλυψε το Χόλυγουντ και τον προσέλαβε ως σεναριογράφο (όπως πολλούς άλλους σπουδαίους συγγραφείς: Φιτζέραλντ, Φόκνερ, Τσάντλερ, κλπ) Παρά την πάλη του με τον αλκοολισμό και την ομοφυλοφιλία του, και την αρρωστημένη σχέση του με τη μητέρα του, ο Γούλριτς έγραψε τα σημαντικότερα βιβλία του τις επόμενες δύο δεκαετίες (’30 και ’40). Στην παραγωγή του συναντάμε ιστορίες για φτηνά εβδομαδιαία περιοδικά όπως ήταν η Μαύρη Μάσκα, αλλά και μυθιστορήματα για τη Μαύρη Σειρά των εκδόσεων Simon & Schuster. Ο Γούλριτς χρησιμοποιούσε τρία ονόματα: με το ψευδώνυμο Γουίλιαμ Άιρις έγραφε κυρίως τα διηγήματά του, με το όνομα Τζωρτζ Χόπλι τα βιβλία τρόμου και φαντασίας, ενώ με το δικό του όνομα υπέγραφε τα αστυνομικά και νουάρ μυθιστορήματά του. Ήταν μάλιστα από τους πρώτους συγγραφείς που έβαλαν στον τίτλο των βιβλίων τους τη λέξη «μαύρο», μορφοποιώντας αυτό που αργότερα οι γάλλοι κριτικοί ονόμασαν noir: Η Νύφη Φορούσε Μαύρα, το Μαύρο Παραπέτασμα, ο Μαύρος Άγγελος.

Tο Φάντομ Λέιντι  είναι ένα από τα πιο συναρπαστικά βιβλία του, στο οποίο συναντούμε όλα τα χαρακτηριστικά θέματα του Γούλριτς: «…αθώοι κατηγορούνται ή εμπλέκονται σε φόνο, και σώζονται την τελευταία στιγμή μετά από μια σειρά από κλιμακούμενες καταστροφές. Ο κόσμος του Γούλριτς είναι ένας λαβύρινθος λανθασμένων εντυπώσεων, καθώς ο συγγραφέας στήνει παγίδες στους άτυχους πρωταγωνιστές τους και τους παρακολουθεί να πέφτουν μέσα… Στο τοπίο του, μία λάθος στροφή, μία τυχαία συνάντηση, πυροδοτούν μια αλυσίδα γεγονότων που οδηγούν στη μια συμφορά μετά την άλλη…» (Φόστερ Χιρς). Η υπόθεση: Ο Σκοτ Χέντερσον γνωρίζει μια κοπέλα σ’ ένα μπαρ, η οποία φοράει ένα περίεργο καπέλο. Πηγαίνουν για φαγητό, σε μια παράσταση, πάλι σε μπαρ, χωρίς να της δώσει πραγματικά σημασία. Όταν επιστρέφει στο σπίτι του, τον περιμένει η αστυνομία` η σύζυγός του είναι νεκρή, κι αυτός κατηγορούμενος για φόνο. Προτάσσει το άλλοθί του, αλλά η άγνωστη με το αλλόκοτο καπέλο έχει εξαφανιστεί και κανείς δεν τη θυμάται. Ούτε καν ο ίδιος δεν μπορεί να την περιγράψει με σαφήνεια. Ο Χέντερσον καταδικάζεται σε θάνατο και μετράει τις μέρες ως την εκτέλεσή του. Τρεις άνθρωποι όμως πιστεύουν στην αθωότητά του και διακινδυνεύουν για να τον σώσουν` θα προλάβουν;

Ο Γούλριτς δεν μπορούσε να απολαύσει την επιτυχία του. Μετά από ένα σύντομο γάμο που κατέληξε σε διαζύγιο, το 1933, έζησε την υπόλοιπη ζωή του μαζί με τη μητέρα του, σε διάφορα άθλια ξενοδοχεία της Νέας Υόρκης. Ο «ποιητής των σκιών» έζησε τη ζωή του σαν σκιά, πνιγμένος στο αλκοόλ και τις ενοχές, δυστυχισμένος και βασανισμένος από ψυχολογικά και παθολογικά προβλήματα. Πέθανε με ακρωτηριασμένο πόδι, μέσα στην αθλιότητα, ξεχασμένος σχεδόν από τους πάντες.

Τα βιβλία του Χέντερσον είχαν όλα τα προαπαιτούμενα για να γίνουν συναρπαστικές ταινίες. Κι έγιναν, πράγματι. Ιδού μερικοί τίτλοι: Η Νύχτα Έχει 1000 Μάτια, Εφιάλτης, Σιωπηλός Μάρτυς (Χίτσκοκ), Το Παράθυρο. Τη δεκαετία του ’60, ο Φρανσουά Τρυφώ μετέφερε στο σινεμά δύο ακόμα βιβλία του, το Η Νύφη Φορούσε Μαύρα και τη Σειρήνα του Μισισιπή, ενώ ο Φασμπίντερ διασκεύασε ένα διήγημά του για την τηλεόραση. Το Φάντομ Λέιντι σκηνοθέτησε ο εξαιρετικός Ρόμπερτ Σιόντμακ το 1944, με την Έλλα Ραίηνς και τον Άλαν Κέρτις στους βασικούς ρόλους.

(Το τρέιλερ της ταινίας εδώ: http://www.youtube.com/watch?v=iH5ZPIsI6-M )

Οι μοιραίες γυναίκες του Τζέημς Κέιν

Ο Τζέιμς Κέιν υπήρξε από τους πιο σκληρά εργαζόμενους της κινηματογραφικής βιομηχανίας, όσο και των εκδόσεων pulp fiction. Παρότι δούλευε πολλά χρόνια ως σεναριογράφος στο Χόλυγουντ, το όνομά του εμφανίστηκε επίσημα για πρώτη φορά στο σενάριο της ταινίας Αλγέρι (1938). Παράλληλα, έγραφε αστυνομικά μυθιστορήματα, και θεωρείται από τους ιδρυτές του «σκληρού αστυνομικού». Το πρώτο επιτυχημένο βιβλίο του ήταν ο Ταχυδρόμος Χτυπάει πάντα Δύο Φορές (1934), το οποίο έγινε ταινία 5 φορές: το 1939 από τον Πιερ Σενάλ, το 1942 από τον Λουκίνο Βισκόντι (το περίφημο Ossessione), το 1946 από τον Τάι Γκαρνέτ, το 1981 από τον Μπομπ Ράφελσον και το 1998 από τον Ούγγρο Γκιόργκι Φεχέρ.

Εδώ όμως θα ασχοληθούμε με τη μικρή νουβέλα Διπλή Αποζημίωση (Double Indemnity), η οποία δημοσιεύτηκε αρχικά σε συνέχειες στο περιοδικό Λίμπερτι, το 1936. Και στα δύο βιβλία βλέπουμε την επιτομή της μοιραίας γυναίκας, της femme fatale που παρασύρει τους άνδρες στην καταστροφή. Κι ενώ η Κόρα του Ταχυδρόμου είναι μια όμορφη αλλά λαϊκή και ταλαιπωρημένη νεαρή γυναίκα, η Μπάρμπαρα Στάνγουικ , η Φύλλις της Διπλής Αποζημίωσης, είναι η απόλυτη διαβολική, λάγνα και ανήθικη ηρωίδα.

Η υπόθεση είναι ένα αρχετυπικό νουάρ: μια ανήθικη και αδίστακτη γυναίκα πείθει έναν κυνικό ασφαλιστή να δολοφονήσει το σύζυγό της, ώστε να καρπωθούν την ασφάλεια ζωής του και να ζήσουν τον έρωτά τους ελεύθεροι. Ο ασφαλιστής-Φρεντ ΜακΜάραιη διαπράττει το φόνο, αλλά γρήγορα ανακαλύπτει ότι θα είναι το επόμενο θύμα της άπληστης Φύλλις-Μπάρμπαρα Στάνγουικ. Ο έντιμος ασφαλιστής-Έντουαρντ Ρόμπινσον καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά και η πίεση κάνει τους δύο εραστές να μισηθούν και να σκοτώσει ο ένας τον άλλο.

Υπάρχουν δύο θεωρίες για το πρότυπο της femme fatale στο αμερικάνικο σινεμά. Η μία λέει ότι εκπροσωπούν τη γυναικεία σεξουαλικότητα, κάτι που η πουριτανική αμερικανική κοινωνία έκρινε ως ανήθικο και διαβολικό, επειδή οδηγούσε στην αμαρτία και την καταστροφή. Η άλλη τη θεωρεί κάτοπτρο του ανδρικού φόβου (Στ. Βαλούκος, Το Φιλμ Νουάρ) απέναντι στην αυξανόμενη ανεξαρτησία και οικονομική αυτονομία των γυναικών, όταν ανέλαβαν σημαντικά πόστα στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η αλήθεια πρέπει να είναι ένας συνδυασμός των δύο απόψεων, το ενδιαφέρον είναι πάντως ότι βλέπουμε μια γενιά ηθοποιών του Χόλυγουντ να ξεφεύγουν από τα στερεότυπα και να απογειώνονται: Μπέτυ Ντέηβις, Λωρήν Μπακόλ, Μπάρμπαρα Στάνγουικ, Ρίτα Χέιγουορθ.

Ο Τζέιμς Κέιν εντάσσεται στη χορεία των μεγάλων του είδους, καθώς η γραφή του ήταν εξαιρετικά δουλεμένη κάτω από την επιφανειακή απλότητά της. Στόχος του ήταν οι ήρωες του να μιλούν σαν απλοί και καθημερινοί άνθρωποι, εντούτοις στην πλοκή των βιβλίων του υπάρχουν πολλά επίπεδα, κυρίως πολιτικά. Εκτός των άλλων, ασχολήθηκε με την ανάπτυξη της μικροαστικής τάξης στην Καλιφόρνια τη δεκαετία του ’30 (εξαιρείται φυσικά ο Ταχυδρόμος). Οι χαρακτήρες του είναι άνθρωποι που έχουν «τσιμπήσει» στο αμερικάνικο όνειρο, κι έχουν συνηθίσει στην ιδέα ότι η επιτυχία και η οικονομική ευμάρεια είναι δύο βήματα απ’ αυτούς – στο λαμπρό Χόλυγουντ. Νομίζουν ότι αρκεί να απλώσουν το χέρι τους για να την αποκτήσουν, και δεν διστάζουν να σκοτώσουν γι’ αυτό. Ο Αλμπέρ Καμύ είχε παραδεχτεί ότι έγραψε τον Ξένο επηρεασμένος από τα βιβλία του Τζέημς Κέιν.

Η Διπλή Αποζημίωση είχε την τύχη να γίνει ταινία από τον Μπίλυ Γουάιλντερ, το 1944. Το παράδοξο είναι ότι οι παραγωγοί δεν ανέθεσαν στον Κέιν τη σεναριακή διασκευή. Ευτυχώς, όμως, την ανέθεσαν στον Ρέημοντ Τσάντλερ.

(Το τρέιλερ της ταινίας υπάρχει εδώ: http://www.youtube.com/watch?v=m7R0BpSAXB4&NR=1 )

Ο Αδύνατος κύριος Ντας

Δεν θα ισχυριστώ ότι ο Ντάσιελ Χάμετ είναι από τους ξεχασμένους συγγραφείς της αστυνομικής λογοτεχνίας. Όλοι αναγνωρίζουν ότι ο Ντας, όπως τον φώναζαν οι φίλοι του, ήταν ο πατέρας του «σκληρού» αστυνομικού μυθιστορήματος, μια μυθική φιγούρα συγγραφέα που είχε ζήσει από πρώτο χέρι αυτά που έγραφε. Εκεί όπου θα διαφωνήσω με την πλειοψηφία είναι η άποψη ότι το πέμπτο και τελευταίο του μυθιστόρημα, ο Αδύνατος Άνδρας, ήταν «αδιάφορο και αποτυχημένο».

Ο Χάμετ έγραψε τον Αδύνατο Άνδρα το 1934, δημιουργώντας δύο καινούργιους ήρωες: τον Νικ και τη Νόρα Τσαρλς. Αυτός ήταν έλληνας μετανάστης και πρώην ντετέκτιβ από τη Νέα Υόρκη, εκείνη μια νεαρή, όμορφη και ετοιμόλογη εκατομμυριούχος από το Σαν Φρανσίσκο. (Λέγεται ότι το ζευγάρι των ηρώων βασιζόταν στον ίδιο τον Χάμετ και τη σύντροφό του, τη θεατρική συγγραφέα Λίλιαν Χέλμαν). Το ντουέτο συμπλήρωνε ένα σκυλάκι σνάουζερ, που το φώναζαν Άστα. Η ιστορία διαδραματίζεται την εποχή της Ποτοαπαγόρευσης στη Νέα Υόρκη, όπου ο Νικ και η Νόρα έχουν πάει για να περάσουν τις γιορτές των Χριστουγέννων. Ο Νικ, ο οποίος μοιάζει σαν μια πιο μπλαζέ και γερασμένη μετεξέλιξη του Κοντινένταλ Όπ, μπλέκεται στην υπόθεση σχεδόν με το ζόρι, διότι μεταξύ μας, έχει πολύ καλύτερα πράγματα να κάνει. Αναλαμβάνει να εξιχνιάσει την εξαφάνιση ενός παλιού του φίλου, του Αδύνατου Άνδρα του τίτλου, χωρίς να αφήσει το ποτήρι με το ουίσκι από το χέρι του.

Στο βιβλίο, το οποίο έκανε ταινία ο Γ.Σ. ΒανΝτάικ, με τον Γουίλιαμ Πάουελ και τη Μύρνα Λόι στους ρόλους των πρωταγωνιστών, ανακαλύπτουμε έναν άλλο Χάμετ. Οι διάλογοι αστράφτουν από ειρωνεία και αυτοσαρκασμό, και θυμίζουν τις screwball κωμωδίες της εποχής. Ο Νικ Τσαρλς βρίσκεται στον αντίποδα του ντετέκτιβ που δημιούργησε ο ίδιος ο Χάμετ` είναι ένας τύπος χαριτωμένος και ανέμελος, που δεν διστάζει να παραδεχτεί ότι παράτησε τη δουλειά του για να ξεκοκαλίσει την περιουσία της γυναίκας του. Μέσα σε 210 σελίδες, ο Ντας καταφέρνει να διαλύσει αμέτρητα κοινωνικά και λογοτεχνικά κλισέ. Με δεδομένη την αυστηρή πουριτανική ηθική της αμερικάνικης κοινωνίας τη δεκαετία του ΄30, ήταν πρωτάκουστο ο βασικός ήρωας να είναι εμφανώς αλκοολικός και να το απολαμβάνει. Η Νόρα ήταν σαφώς πιο έξυπνη και διορατική από το σύζυγό της. Το ζευγάρι δεν είχε παιδιά και δεν έδειχνε διάθεση να αποκτήσει. Ο Νικ και η Νόρα έμοιαζαν εξίσου άνετοι στα κοσμικά σαλόνια, όσο και στα παράνομα μπαρ, και οι παρέες τους περιλάμβαναν πλούσιες κληρονόμους, μπάτσους πρώην συνεργάτες του Νικ και μικροκακοποιούς. Φαίνεται ότι ο Χάμετ που αδιαφορούσε για τις συμβάσεις του αμερικάνικου ονείρου – επαγγελματική επιτυχία, κοινωνική ευπρέπεια, υποταγή στην παραδοσιακή οικογένεια – έδωσε όλα αυτά τα χαρακτηριστικά στον ήρωα του, αφήνοντας συγχρόνως αιχμές για τις επιλογές του. Ο Νικ λέει κάποια στιγμή: «Μελετάω για να γίνω ηλίθιος. Σε τρία μαθήματα ακόμα θα πάρω πτυχίο».

Ένα άλλο δείγμα της αδιαφορίας του Χάμετ για τη χολιγουντιανή ηθική και τον Κώδικα Χέιζ, είναι η φράση του Νικ Τσαρλς με την οποία κλείνει το βιβλίο: «Ένας φόνος δεν καταστρέφει τη ζωή κανενός παρά μόνο του δολοφονημένου – και καμιά φορά του δολοφόνου». Κι αυτό, μια δεκαπενταετία πριν αρχίσει αν εκδίδει η Πατρίσια Χάισμιθ.

Η κινηματογραφική μεταφορά του Αδύνατου Άνδρα είχε τόσο μεγάλη επιτυχία, ώστε γυρίστηκαν άλλες πέντε ταινίες και στη συνέχεια έγινε τηλεοπτικό σήριαλ. Τα επόμενα σενάρια δεν ήταν του Χάμετ, έτσι το Χόλυγουντ φρόντισε να προσθέσει στο ζευγάρι των ηρώων ένα γιο, πεθερικά κλπ. Εντούτοις, η πρώτη ταινία είναι αξεπέραστη, με τους ξεκαρδιστικούς και σπιρτόζικους διαλόγους της και ένα αστραφτερό ζευγάρι ηθοποιών στους ρόλους του Νικ και της Νόρα.

(Για μια ιδέα της ατμόσφαιρας: http://www.youtube.com/watch?v=cd12YhgTatw )

Ένας ασπρόμαυρος κόσμος φόβου, λαγνείας κι απληστίας

 

Για ένα παιδί που μεγάλωνε τη δεκαετία του ’60 στην εργατική Καλλιθέα, οι ψυχαγωγίες ήταν λίγες: το ραδιόφωνο, ο κινηματογράφος και τα εικονογραφημένα περιοδικά που ανταλλάσσαμε έναντι 50 λεπτών στα ψιλικατζίδικα. Χρέη τηλεόρασης εκτελούσαν τα βραδινά ραδιοφωνικά σήριαλ, κι ένα από τα αγαπημένα μου ήταν οι περιπέτειες του αστυνόμου Μπέκα. Από τον Μπέκα ως τον Φίλιπ Μάρλοου η απόσταση ήταν μικρή. Κρυφά από τον αυστηρό, αριστερό πατέρα και με την ανοχή της μητέρας μου, η οποία λάτρευε τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού άρχισα να διαβάζω μανιωδώς τη Μάσκα και το Μυστήριο. Τα ονόματα των συγγραφέων τότε δεν έπαιζαν κανένα ρόλο. Σημασία είχε ο ήρωας` ο Νήρο Γουλφ, ο Έλερυ Κουήν, ο Φίλιπ Μάρλοου ήταν για μένα εξίσου συναρπαστικοί με τον Ντετέκτιβ Χ και τον Ρέιντζερ Γερόλυκο. Όταν μπήκα στη Νομική, ως φοιτήτρια που «σεβόταν τον εαυτό της», δεν πάταγα στα μαθήματα αλλά έβλεπα ανελλιπώς τα αφιερώματα της Κινηματογραφικής Λέσχης στο φιλμ νουάρ. Με τη βοήθεια των αναλύσεων του Χρήστου Βακαλόπουλου, έμαθα τους κώδικες του νουάρ και άρχισα να ξαναδιαβάζω τα «φτηνά» αστυνομικά από διαφορετική σκοπιά.

Για το ιστολόγιο, σκέφτηκα να ξεχωρίσω μερικά από τα αγαπημένα μου νουάρ και κάποιους ταλαντούχους συγγραφείς που ξέχασε η ιστορία της λογοτεχνίας, αφού ως πολύ πρόσφατα τα αστυνομικά θεωρούνταν υποκουλτούρα. Το στοιχείο που συνδέει τα βιβλία είναι ότι έγιναν όλα ασπρόμαυρες ταινίες απαράμιλλης αισθητικής, οι οποίες επηρέασαν το Νέο Κύμα του γαλλικού κινηματογράφου. 

Ο Μπαζ και η Αγορά των Κλεφτών

Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 άρχισα να ασχολούμαι επαγγελματικά με τη μετάφραση, και το δεύτερο βιβλίο που ανέλαβα ήταν η Αγορά των Κλεφτών. Τότε πια, νόμιζα ότι ήξερα τα πάντα σχεδόν για τους κλασικούς αμερικανούς συγγραφείς αστυνομικών βιβλίων και τις ταινίες νουάρ – αλλά αγνοούσα τον Μπεζερίδη. Δεν τον είχα ακούσει ως συγγραφέα, δεν τον είχα προσέξει ως σεναριογράφο μερικών αγαπημένων μου ταινιών: Kiss me Deadly, They Drive by night, On Dangerous Ground. Η Αγορά των Κλεφτών (1949) ήταν εξαντλημένη για πολλές δεκαετίες, και ο Μπεζερίδης δεν κυκλοφόρησε ποτέ στην περίφημη γαλλική série noire. Ίσως έφταιγε ο θυελλώδης χαρακτήρας του, ίσως το γεγονός ότι ανήκε στη «γκρίζα λίστα» επί μακαρθισμού. Το βιβλίο επανεκδόθηκε μόλις το 1997 από τις εκδόσεις του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, και μεταφράστηκε πρώτη φορά στα γαλλικά για τον Gallimard.

Ο  ελληνοαρμενικής καταγωγής Άλεξ Ισαάκ Μπεζερίδης (1908-2007), μεγάλωσε στο Φρέσνο της Καλιφόρνιας, και για ένα διάστημα δούλεψε μαζί με τον πατέρα του στη μεταφορά φρούτων και λαχανικών από τις αγροτικές περιοχές στις μεγάλες πόλεις της Δυτικής Ακτής. Η Αγορά των Κλεφτών βασίζεται στις εμπειρίες του και έχει ως ήρωα το νεαρό Νικ Γκάρκος, ο οποίος με το σαραβαλιασμένο φορτηγό του πρέπει να μεταφέρει ένα φορτίο μήλα, όσο πιο γρήγορα είναι δυνατόν. Ωστόσο, όταν φτάνει στην «Αγορά των Κλεφτών», οι πάντες του την έχουν στημένη: έμποροι και χονδρέμποροι, πόρνες και μικροκακοποιοί. Ο Νικ θα συνειδητοποιήσει ότι δεν έχει καμία ελπίδα σ’ ένα παιχνίδι σημαδεμένο από την αρχή. Το βιβλίο έχει χαρακτηριστεί «προλεταριακό μυθιστόρημα» (Φ. Φιλίππου, Τ. Πελεκάνος), και η γραφή του διαθέτει τη σκληράδα του Ζολά στο Ζερμινάλ και τη μαεστρία του Στάινμπεκ στα Σταφύλια της Οργής. Παρότι κατήγγειλε απροκάλυπτα τους διεφθαρμένους μεσάζοντες που λυμαίνονταν το χονδρεμπόριο τροφίμων στις ΗΠΑ, αγοράστηκε από το Χόλυγουντ και μεταφέρθηκε στο σινεμά από τον Ζυλ Ντασέν (αποτυχημένα, κατά τη γνώμη μου).
 
Στην Ελλάδα πέρασε σχεδόν απαρατήρητο και πρέπει να έχει πολτοποιηθεί εδώ και πολλά χρόνια. Σχετικά πρόσφατα, είδαμε στο σινεμά το ντοκιμαντέρ του Σπύρου Ταραβήρα για τον Μπεζερίδη, με τίτλο Buzz. Πρόλαβε να το δει και ο συγγραφέας, ο οποίος πέθανε την πρωτοχρονιά του 2007, σε ηλικία 99 ετών.

(Εδώ υπάρχει το τρέιλερ της ταινίας: http://www.youtube.com/watch?v=cyAhdhbQghQ ).

Για

έναπαιδίπουμεγάλωνετηδεκαετίατου60 στηνεργατικήΚαλλιθέα, οιψυχαγωγίεςήτανλίγες: τοραδιόφωνο, οκινηματογράφοςκαιταεικονογραφημέναπεριοδικάπουανταλλάσσαμεέναντι 50 λεπτώνσταψιλικατζίδικα. Χρέητηλεόρασηςεκτελούσανταβραδινάραδιοφωνικάσήριαλ, κιένααπότααγαπημέναμουήτανοιπεριπέτειεςτουαστυνόμουΜπέκα. ΑπότονΜπέκαωςτονΦίλιπΜάρλοουηαπόστασηήτανμικρή. Κρυφάαπότοναυστηρό, αριστερόπατέρακαιμετηνανοχήτηςμητέραςμου, ηοποίαλάτρευετονΧάμφρεϊΜπόγκαρτ, στιςτελευταίεςτάξειςτουδημοτικούάρχισαναδιαβάζωμανιωδώςτηΜάσκακαιτοΜυστήριο. Ταονόματατωνσυγγραφέωντότεδενέπαιζανκανέναρόλο. Σημασίαείχεοήρωας` οΝήροΓουλφ, οΈλερυΚουήν, οΦίλιπΜάρλοουήτανγιαμέναεξίσουσυναρπαστικοίμετονΝτετέκτιβΧκαιτονΡέιντζερΓερόλυκο. ΌτανμπήκαστηΝομική, ωςφοιτήτριαπου «σεβόταντονεαυτότης», δενπάταγασταμαθήματααλλάέβλεπαανελλιπώςτααφιερώματατηςΚινηματογραφικήςΛέσχηςστοφιλμνουάρ. ΜετηβοήθειατωναναλύσεωντουΧρήστουΒακαλόπουλου, έμαθατουςκώδικεςτουνουάρκαιάρχισαναξαναδιαβάζωτα «φτηνά» αστυνομικάαπόδιαφορετικήσκοπιά.

Γιατοιστολόγιο, σκέφτηκαναξεχωρίσωμερικάαπότααγαπημέναμουνουάρκαικάποιουςταλαντούχουςσυγγραφείςπουξέχασεηιστορίατηςλογοτεχνίας, αφούωςπολύπρόσφατατααστυνομικάθεωρούντανυποκουλτούρα. Τοστοιχείοπουσυνδέειταβιβλίαείναιότιέγινανόλαασπρόμαυρεςταινίεςαπαράμιλληςαισθητικής, οιοποίεςεπηρέασαντοΝέοΚύματουγαλλικούκινηματογράφου

.

 

 

Ο

ΜπαζκαιηΑγοράτωνΚλεφτών

Στα

τέλητηςδεκαετίαςτου90 άρχισαναασχολούμαιεπαγγελματικάμετημετάφραση, καιτοδεύτεροβιβλίοπουανέλαβαήτανηΑγοράτωνΚλεφτών. Τότεπια, νόμιζαότιήξεραταπάντασχεδόνγιατουςκλασικούςαμερικανούςσυγγραφείςαστυνομικώνβιβλίωνκαιτιςταινίεςνουάραλλάαγνοούσατονΜπεζερίδη. Δεντονείχαακούσειωςσυγγραφέα, δεντονείχαπροσέξειωςσεναριογράφομερικώναγαπημένωνμουταινιών: Kiss me Deadly, They Drive by night, On Dangerous Ground. ΗΑγοράτωνΚλεφτών (1949) ήτανεξαντλημένηγιαπολλέςδεκαετίες, καιοΜπεζερίδηςδενκυκλοφόρησεποτέστηνπερίφημηγαλλική série noire. Ίσωςέφταιγεοθυελλώδηςχαρακτήραςτου, ίσωςτογεγονόςότιανήκεστη «γκρίζαλίστα» επίμακαρθισμού. Τοβιβλίοεπανεκδόθηκεμόλιςτο 1997 απότιςεκδόσειςτουΠανεπιστημίουτηςΚαλιφόρνιας, καιμεταφράστηκεπρώτηφοράσταγαλλικάγιατον Gallimard.

ΟελληνοαρμενικήςκαταγωγήςΆλεξΙσαάκΜπεζερίδης (1908-2007), μεγάλωσεστοΦρέσνοτηςΚαλιφόρνιας, καιγιαέναδιάστημαδούλεψεμαζίμετονπατέρατουστημεταφοράφρούτωνκαιλαχανικώναπότιςαγροτικέςπεριοχέςστιςμεγάλεςπόλειςτηςΔυτικήςΑκτής. ΗΑγοράτωνΚλεφτώνβασίζεταιστιςεμπειρίεςτουκαιέχειωςήρωατονεαρόΝικΓκάρκος, οοποίοςμετοσαραβαλιασμένοφορτηγότουπρέπειναμεταφέρειέναφορτίομήλα, όσοπιογρήγοραείναιδυνατόν. Ωστόσο, ότανφτάνειστην «ΑγοράτωνΚλεφτών», οιπάντεςτουτηνέχουνστημένη: έμποροικαιχονδρέμποροι, πόρνεςκαιμικροκακοποιοί. ΟΝικθασυνειδητοποιήσειότιδενέχεικαμίαελπίδασ’έναπαιχνίδισημαδεμένοαπότηναρχή. Τοβιβλίοέχειχαρακτηριστεί «προλεταριακόμυθιστόρημα» (Φ. Φιλίππου, Τ. Πελεκάνος), καιηγραφήτουδιαθέτειτησκληράδατουΖολάστοΖερμινάλκαιτημαεστρίατουΣτάινμπεκσταΣταφύλιατηςΟργής. ΠαρότικατήγγειλεαπροκάλυπτατουςδιεφθαρμένουςμεσάζοντεςπουλυμαίνονταντοχονδρεμπόριοτροφίμωνστιςΗΠΑ, αγοράστηκεαπότοΧόλυγουντκαιμεταφέρθηκεστοσινεμάαπότονΖυλΝτασέν (αποτυχημένα, κατάτηγνώμημου

).

 

ΣτηνΕλλάδαπέρασεσχεδόναπαρατήρητοκαιπρέπειναέχειπολτοποιηθείεδώκαιπολλάχρόνια. Σχετικάπρόσφατα, είδαμεστοσινεμάτοντοκιμαντέρτουΣπύρουΤαραβήραγιατονΜπεζερίδη, μετίτλο Buzz. Πρόλαβενατοδεικαιοσυγγραφέας, οοποίοςπέθανετηνπρωτοχρονιάτου 2007, σεηλικία 99 ετών

.

(

 

 

Εδώυπάρχειτοτρέιλερτηςταινίας: http://www.youtube.com/watch?v=cyAhdhbQghQ

).

 

Δημιουργήστε ένα δωρεάν ιστότοπο ή ιστολόγιο στο WordPress.com.