Ο χρόνος και ο θυμός (1)

Λίγες σκέψεις για τον ρόλο των διανοουμένων


Είναι αλήθεια πως έχει παρέλθει πια, ίσως ανεπιστρεπτί, ο όρος «στρατευμένος διανοούμενος» ή αγγλιστί «committed intellectual» –αναφερόμενοι πάντοτε στους διανοούμενους της αριστεράς–, ένας όρος που άλλοτε λάμβανε θετική και άλλοτε αρνητική σημασία. Για παράδειγμα, θετική όταν μιλούσαμε για τον Μάη του ’68, άρα σε καπιταλιστικές συντεταγμένες, και αρνητική, όταν μιλούσαμε για τη σταλινική περίοδο, όπου ο όρος αναφερόταν στους πιστούς διανοούμενους του Κόμματος και του σκληρού καθεστώτος.

Σήμερα, ο όρος πια τείνει να ξεχαστεί εντελώς και όχι αδικαιολόγητα. Σήμερα, ο διανοούμενος, όταν δεν υποβιβάζεται σε συζητήσεις και δήθεν αναλύσεις σε έναν απλό «κουλτουριάρη», θεωρείται ότι είναι ένας τύπος ανθρώπου που απλώς διαβάζει, μορφώνεται, σπουδάζει, ταξιδεύει, ακούει, βλέπει και, ίσως, γράφει. Κι όλα αυτά, ως επί το πλείστον, κατά μόνας.

Τι είναι όμως ένας διανοούμενος στις μέρες μας; Μήπως απλώς είναι τα ρήματα που αναφέραμε στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο; Είναι απλώς ένας τεχνίτης της ουσίας της ζωής; Είναι απλώς ένας καλλιτέχνης; Έχω την αίσθηση ότι είναι πολύ περισσότερα απ’ όλα αυτά. Στις μέρες μας, όπως και σχεδόν ανέκαθεν, ο διανοούμενος λαμβάνει, κατά την ταπεινή μου άποψη, τον ρόλο τού εξηγητή. Τι είναι ωστόσο αυτό;

Αυτό που πιθανόν έρχεται αυτόχρημα στο μυαλό μας είναι τελικά και αυτό που ισχύει στην πραγματικότητα: ο διανοούμενος σήμερα, στην εποχή του άκρατου καπιταλισμού και της διάρρηξης του κοινωνικού και (συν)αισθηματικού ιστού, παλεύει να δηλώσει και να καταδηλώσει έναν δρόμο που θα οδηγήσει σε μια κάποια ερμηνεία όλων των φαινομένων που ταλανίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο: από τον έρωτα και την αγάπη μέχρι την οικονομική κρίση και την οικολογική καταστροφή.

Βεβαίως, η «τάξη» των διανοουμένων δεν είναι μία και δεν έχει τα ίδια χαρακτηριστικά – άρα δεν αποτελεί μιαν ενότητα, ένα ενιαία σύνολο κοινών ιδιοτήτων. Είναι λοιπόν βάσιμη η άποψη όσων λένε πως δεν αποτελεί τάξη, όπως μαρξιστικά την έχουμε κατά νου, μιας και, ας πούμε, δεν παράγει υπεραξία. Μέχρις εδώ κατανοητά. Ένα επιπλέον στοιχείο είναι πως οι διανοούμενοι δεν ανήκουν καταρχήν και εν τη γενέσει τους στην τάδε ή στη δείνα ιδεολογικοπολιτική παράταξη. Κι αυτό ξεκάθαρο. Άλλες ερμηνείες δίνουν εν πολλοίς οι υποστηρικτές του καπιταλιστικού συστήματος, και άλλες αυτοί των ριζοσπαστικών απόψεων και συστημάτων.

Προφανώς, δεν μπορούμε ν’ ασχοληθούμε εν προκειμένω με όλες τις εκφάνσεις των διανοουμένων, όχι μόνο γιατί είναι αναρίθμητες, αλλά και γιατί απλούστατα η επιλογή της ανάλυσης καθορίζεται από τις πολιτικές προσλαμβάνουσες του καθενός – εδώ, του υπογράφοντος το άρθρο.

Γιατί όμως όλη αυτή η εισαγωγή; Η εύλογη απάντηση είναι διότι πλησιάζουν οι εκλογές. Αυτό δεν πρωτοφανές ούτε και κανείς περιμένει ν’ αλλάξουν άρδην οι σχέσεις που διέπουν την καθημερινότητα όλων μας. Το ζήτημα είναι πως αυτές οι εκλογές διεξάγονται σ’ ένα πλαίσιο πλήρους αποσύνθεσης και ενδεχομένως παραφροσύνης. Ένα πλαίσιο όπου τίποτα πια δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο πέρα από την τελματωμένη συστημική και κοινωνική αποσύνθεση.

Έχοντας απ’ τη μια ένα κράτος ανύπαρκτο και απ’ την άλλη ένα σύνολο πολιτών που βιώνει την ανασφάλεια και την έσωθεν εξάντληση, ερχόμαστε ν’ αναρωτηθούμε για τον ρόλο του σύγχρονου διανοούμενου, ο οποίος ζώντας σ’ αυτό τον βούρκο που διαχέεται ένα γύρο επιθυμεί να εξηγήσει και να βάλει το λιθαράκι του προς την πολυπόθητη αλλαγή.

Όχι, δεν επιστρέφουμε σε καμία περίπτωση στην ξεπερασμένη και αντιαισθητική ορολογία της κιτς δεκαετίας του ’80. Όπως επίσης καθόλου δεν επιθυμούμε να κρίνουμε το σήμερα με όρους του χθες, παρότι μοιάζει ο πολιτικός κόσμος, σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, να παλεύει να δώσει στα σημερινά προβλήματα χθεσινές λύσεις, παρότι φαίνεται πως η περιρρέουσα παντελής έλλειψη οποιασδήποτε αισθητικής μοιάζει να κατακλύζει τους πάντες και τα πάντα.

Η αλλαγή αυτή σήμερα παίρνει άλλες διαστάσεις και ο ριζοσπάστης διανοούμενος, ας τον χαρακτηρίσουμε επιτέλους, καλείται να πάρει θέση, μοιάζει σχεδόν ανυπέρθετη υποχρέωσή του να συμβάλει με νύχια και με δόντια σ’ αυτή την οριοθέτηση αυτής της αλλαγής, με μιαν επιμονή που στις μέρες μας καθίσταται απαραίτητη.

Αυτή η επιμονή είναι και το πρώτο, κύριο και καίριο χαρακτηριστικό που πρέπει να έχει ο σημερινός διανοούμενος. Με όλα τα μέσα αναζήτησης, άλλωστε ζούμε στην εποχή της εν πολλοίς ελεύθερης ανταλλαγής πληροφορίας, με όλα τα μέσα που μπορεί να διαθέσει, με πρώτο και σημαντικό την κριτική του ικανότητα, πρέπει ν’ αφήσει το γραφείο του και να βγει στον κόσμο. Η εικόνα του διοπτροφόρου μουσάτου με την πίπα ή της έθνικ κυρίας, διοπτροφόρου κι αυτής, με το ταγάρι επιτέλους δεν λέει απολύτως τίποτα. Η εποχή του ξενέρωτου του πάρτι έχει παρέλθει – ευτυχώς οριστικά. Οι μέρες του ξημεροβραδιάσματος πάνω από βιβλία και χαρτιά ή μέσα σε βιβλιοπωλεία αποτελεί μια πολυτέλεια τόσο προσωπική που καταντά βαρετή.

Τώρα, περισσότερο από πολλές άλλες φορές, όλα αυτά πρέπει να διαρραγούν. Ο δρόμος περιμένει αλλά πρέπει πρώτα να ερμηνευτεί. Γιατί υπάρχει ο δρόμος, γιατί είναι αναγκαίος, γιατί είναι η πρωταρχική λύση; Αυτά είναι μερικά απ’ τα ερωτήματα, επιφανειακά αλλά μόνο κατά τα φαινόμενα, που πρέπει ν’ απαντηθούν. Εάν και πάλι μείνουν αναπάντητα, τότε πολύ φοβάμαι πως για μιαν ολόκληρη αιωνιότητα το τέλμα και ο βούρκος, η κινούμενη άμμος που καταπίνει καθημερινά την ομορφιά, τη ζωή, τον έρωτα και τον ίδιο τον άνθρωπο θα μείνει για πάντα καθεστώς κατάμαυρο και ανυποχώρητο.

[Θα πεις κανείς ότι όλα αυτά είναι απόψεις που πηγάζουν από μια πολυτέλεια, από λυμένα προβλήματα και από βιοποριστική αδιαφορία. Δεν μπορούμε δυστυχώς να μπούμε σε μια τέτοια συζήτηση γιατί απλούστατα δεν έχει καμιάν απολύτως σημασία, αποτελεί χαρακτηριστικό πρώτου επιπέδου και, συν τοις άλλοις, τα προβλήματα και ο χαμός «έξω» είναι τόσο μεγάλα, που απλώς οποιαδήποτε άλλη κουβέντα αποτελεί χάσιμο χρόνου.]

Να μια ακόμη λέξη-κλειδί: ο χρόνος. Ο χρόνος που εξαντλείται γρήγορα. Ο χρόνος που ρέει όπως το ποτάμι του Ηρακλείτου: δεν μπορείς να μπεις δεύτερη φορά σ’ αυτό – ένας ο ποταμός, μία και η ροή του. Και από ’κεί ξεκινά σήμερα το δύσκολο παιχνίδι που ο σύγχρονος άνθρωπος υποχρεούται να παίξει: απ’ την έλλειψη χρόνου, απ’ την απουσία οποιασδήποτε ελεύθερης και ήρεμης στιγμής αναστοχασμού και ερμηνείας τού τι συμβαίνει τριγύρω του. Όταν δεν μπορείς με μάτι καθαρό να δεις σε βάθος την καθημερινότητα, τους ανθρώπους γύρω σου, τον ίδιο σου τον εαυτό, τότε με μαθηματική ακρίβεια οδηγείσαι στην παντελή αποτελμάτωση.

Μοιάζει παράδοξο, αλλά ο σημερινός διανοούμενος πρέπει πιθανόν να παλέψει με τον χρόνο και για τον χρόνο. Πρέπει κατά τα φαινόμενα να βυθιστεί στη σημασία του χρόνου, στην εκμετάλλευση και την εξέλιξή του. Όταν αυτοί που δήθεν κουμαντάρουν ξεδιάντροπα τις τύχες ενός τόπου έχουν ως μόνο ενδιαφέρον το βόλεμα και την αρπαχτή, όταν η καθημερινή αισθητική εξαντλείται σε κάγκελα και τσιμεντένια δάση, όταν τα πολυθρύλητα και εν τέλει ενδεή βαθύτερου νοήματος ιερά και όσια ενός τόπου καθορίζονται από ρασοφόρους εκδικητές και γενειοφόρους απατεώνες, όταν τείνει ο τόπος να καταστεί ταλιμπανικό προάστιο τριτοκοσμικής αισθητικής και οργάνωσης, όταν οι κοινωνικές πολιτικές εξαντλούνται στις αμοιβαίες και ημέτερες φιλοφρονήσεις και στα εκατέρωθεν κουμπαριά, όταν η αντιμετώπιση του φόνου ενός παιδιού είναι το νίψιμο των χειρών και το «[σ.σ. ο φονιάς] εκπαιδεύτηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση», τότε ο χρόνος παύει, γίνεται απλώς χρήμα και γίνεται ανάγκη, τότε το χρήμα αποκτά όλη τη σημασία του κόσμου και αυτόματα γεννά θυμό.

Αυτό τον θυμό πρέπει να διαχειριστεί ο σύγχρονος ριζοσπάστης διανοούμενος, και να τον ερμηνεύσει, αφού πρώτα ανακαλύψει τη σπουδαιότητα του χρόνου. Και για τον εαυτό του και για τους άλλους. Κυρίως γι’ αυτούς.

Ας διαχειριστούμε σωστά τον χρόνο και τον θυμό μας. Κι ας καθορίσουμε τον χρόνο που έρχεται με την ταυτόχρονη εξάλειψη του θυμού και τη μετατροπή του σε δημιουργία. Ο χρόνος δεν περιμένει. Κι αυτό είναι ζήτημα θυμού.


Βιογραφικό σημείωμα:
Ο Δημήτρης Αθηνάκης γεννήθηκε στη Δράμα (1981). Σπούδασε Κοινωνική Θεολογία, Φιλοσοφία και Φιλοσοφία της Επιστήμης στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και το Άμστερνταμ. Σήμερα μένει επίμονα στο κέντρο της Αθήνας και εργάζεται ως μεταφραστής και επιμελητής κειμένων. Είναι τακτικός συνεργάτης έντυπων και ηλεκτρονικών περιοδικών λογοτεχνίας ενώ παράλληλα διατηρεί προσωπικό ιστολόγιο (http://athinakisdimitris.wordpress.com). Το «χωρίσεμεις» είναι η πρώτη του ποιητική συλλογή (Κοινωνία των Δεκάτων, 2009). Αναλυτικότερες πληροφορίες για την εργογραφία του στη Βιβλιονέτ:
http://www.biblionet.gr/main.asp?page=showauthor&personsid=76699

Σχολιάστε

Δημιουργήστε ένα δωρεάν ιστότοπο ή ιστολόγιο στο WordPress.com.